Όσο προχωράμε στο παρακάτω γινόμαστε φτωχότεροι. Λιγοστεύουν τα χρήματα, λιγοστεύει η όρεξη να υιοθετήσουμε θεωρίες σοφών, λιγοστεύουν οι ήρωες, λιγοστεύουν γενικά οι άνθρωποι. Έσβησε εκείνος ο γείτονας που δεν του είχα μιλήσει ποτέ, αλλά έκανε παρέα στα μάτια μου κάθε πρωί. Πήγαινε πέρα-δώθε στο μπαλκόνι με μια άσπρη φανέλα, λες κι ήταν απλωμένος σε μπουγάδα. Τώρα βλέπω δυο-τρεις γλάστρες με ξερά κλωνάρια, κι ένα πλαστικό τραπέζι με κακοστρωμένο μουσαμά. Άλλος τη βιώνει τη φτώχεια με στυλ και περηφάνεια, κρύβοντας πίσω από χρωματιστά χαμόγελα αυτό που περνάει, άλλος φωνάζει βοήθεια όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, κατηγορώντας τους άλλους και την τύχη του, κι άλλος σηκώνει τα χέρια ψηλά, παραδομένος και ηττημένος, ζώντας μέσα στο τούνελ σαν ανθρακωρύχος που έχει εγκλωβιστεί μετά από έκρηξη.
Φτωχότεροι, χωρίς γονείς. Όχι, δεν μας λείπουν ούτε οι συμβουλές, ούτε το μάλωμα. Είναι εκείνη η θέση στο τραπέζι που όποιος και να καθίσει, εσύ θα τη βλέπεις πάντα αδειανή. Φτωχότεροι και από φίλους. Όχι, οι 2.500 φόλοερς δεν είναι φίλοι. Γίναμε πάλι εμείς και οι άλλοι. Εμείς φυλακισμένοι στο σπίτι προσπαθώντας να πετύχουμε χρυσή κρούστα στον μπακαλιάρο και να βρούμε έξυπνα κόλπα να φύγει η μυρωδιά του σκόρδου από την ανάσα μας. Οι άλλοι έξω, με ορεκτικό, κυρίως και επιδόρπιο, με αυτιά βουλωμένα που δεν ακούν τίποτα άλλο από το “κάπνισμα” του σολωμού. Εμείς στο σπίτι, κρυβόμαστε από τις εισπρακτικές γιατί έχουμε μεγάλο φέσι, οι άλλοι έξω με μικρό φέσι-τσαντάκι που χωράει τον προϋπολογισμό του έτους.
Κυματιστή η σημαία σε μπλούζες, κασκέτα, πετσέτες θαλάσσης, αερογράφος σε πόρτες φορτηγών. Η δική μας σημαία είναι στην ταράτσα, την έχει κάνει κουρέλι ο αέρας, καταδικασμένη να γλείφει για πάντα τσιμέντα και κάγκελα, και να φιλάει σταυρό. Η δική σας σημαία είναι μπλε και άσπρα λουλούδια μέσα σε πράσινο λιβάδι. Αύριο θα έχει ξεραθεί και θα την μαζέψουν οι υπάλληλοι του Δήμου, για να πάρει τη θέση της μια υπέρλαμπρη φάτνη.