Ελεφάντινα ομοιώματα
27-04-2020

Η μάνα μου νόσησε από καρκίνο της γνάθου.

Ο καρκίνος διαγνώστηκε άκρως επιθετικός και την τελείωσε σε ενάμιση χρόνο.

Ήταν ογδόντα τριών χρόνων υγιέστατη καθ’ όλα.

Δεν είχε πιει αλκοόλ ποτέ, δεν είχε καπνίσει, δεν είχε κάνει καταχρήσεις κανενός είδους.

Για πολλά χρόνια, πάνω από δεκαπέντε, δεν έτρωγε κρέας παρά μόνο ψάρια που ψάρευε ο πατέρας μου, και λαχανικά που καλλιεργούσαν στο μικρό μας κτήμα στη Νέα Μηχανιώνα, χωρίς λιπάσματα.

Ήταν μια μορφή της αρρώστιας εφιαλτική και η κατάσταση αφόρητη.

Γι αυτήν κυρίως μα και για μένα.

Έβλεπα καθημερινά, ενώ προσπαθούσα να την ταΐσω, τη στοματική της κοιλότητα να λιώνει, να σαπίζει μέσα σε αβάσταχτους πόνους.

Κάθε περιγραφή που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν γελοία μπροστά σ’ αυτό που ζήσαμε οι δυο μας μέσα στο δωμάτιό της.

Δεν μπορούσε να κάνει χημειοθεραπείες λόγω ηλικίας και δεν δέχτηκα να γίνουν ακτινοβολίες για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Το μόνο που έγινε ήταν μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση πολλών ωρών στην δεξιά πλευρά της γνάθου όπου μπήκε μόσχευμα.

Αυτό απλά θα κρατούσε την κατάστασή του στόματός της σε καλύτερη κατάσταση.

Ο θάλαμος νοσηλείας της ήταν τεράστιος, με περιπτώσεις παρόμοιες.

Δέκα γυναίκες με καρκίνο του στόματος εγχειρισμένες με τους σωλήνες φαγητού να κρέμονται και με τις μύτες μπανταρισμένες σαν ελέφαντες.

Μια φρικιαστική εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

Την πρώτη βραδιά που βγήκε από την εντατική έπρεπε να μείνω μαζί της.

Έπρεπε να βγάλω τη νύχτα σε μια πλαστική καρέκλα σαν αυτές που πουλάν οι τσιγγάνοι τα καλοκαίρια με τα φορτηγά τους.

Το σώμα μου ήταν ήδη τσακισμένο από την ένταση των ημερών κι ένιωθα τη μέση μου διαλυμένη.

Παρ όλα αυτά έκατσα υπομονετικά αρκετές ώρες δίπλα της.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει έξω.

Στην άκρη του δωματίου υπήρχε μια κυρία που είχε κι αυτή τη μητέρα της στην ίδια κατάσταση.

Ήταν από μέρες εκεί κι είχε νοικιάσει, όπως μου είπε, μια πολυθρόνα απ’ αυτές που γίνονται κρεββάτι.

Άνοιξε λοιπόν εντελώς την πολυθρόνα, έστρωσε ένα καθαρό σεντόνι που είχε μαζί της και μου είπε λέξεις που γράφτηκαν στα μηνίγγια μου.

«Έλα» μου είπε «εσύ από πάνω κι εγώ από κάτω», «Ντίνα με λένε».

Την κοίταξα έκπληκτη.

«Δε χωράμε Ντίνα» της απάντησα.

«Χωράμε» ψιθύρισε και μ’ έπιασε απ το χέρι.

Εκεί επάνω σ’ εκείνη την πολυθρόνα κουλουριαστήκαμε σαν έμβρυα η μια γυρισμένη απ’ τη μια μεριά κι άλλη απ’ την άλλη.

Κούμπωσαν τα σώματά μας στην προσπάθειά μας να χωρέσουμε κι αγγίχτηκαν.

Ζεστάθηκαν παρηγορητικά το ένα με το άλλο.

Ένιωσα εκείνο το βράδυ αυτό που λέμε ίαμα.

Από μια άγνωστη ύπαρξη που πονούσε όπως κι εγώ για έναν δικό της άνθρωπο.

Τα τρίσβαθα του είναι μας, ενώθηκαν με ένα αόρατο δέσιμο που κρατάει ακόμη και μετά εννιά χρόνια.

Αυτός ο ανθρώπινος πόνος που ενώνει.

Αυτό που γίνεται όταν απλώνεται αυθόρμητα χέρι βοήθειας κι αλληλεγγύης.

Αυτός ο πόνος που ωθεί τον άνθρωπο προς στον άγνωστο άνθρωπο χωρίς φόβο.

Αυτό το θαύμα.