Ελα όπως είσαι
13-06-2019

Η φορολογία είναι τόσο μεγάλη που αποτυπώνεται παντού. Στο σουπερμάρκετ, στο ψιλικατζίδικο, στη λαϊκή, στην τηλεοπτική διαφήμιση. Στα πάντα, η φτήνεια τρώει τον παρά, όχι ως έκπτωση ζωής, αλλά ως έρπης ακαταμάχητος. Τρία έως τέσσερα είδη στο  σουπερμάρκετ, μέσος λογαριασμός 6 ή 7 ευρώ. Τσιγάρα για συνταξιούχους πωλούνται με το τεμάχιο, αν δεν πετύχουν τον λαθραίο στη γειτονιά. Στη λαϊκή, με τέσσερα ευρώ, ένα κιλό σαρδέλες, χορταρούδια, ελιές ανάλατες, φρούτα. Ψωμί στον φούρνο, 1,20 ο μέσος λογαριασμός εάν το εγγονάκι θέλει και κουλούρι με μαλακό τυρί στα σωθικά του. Αλλά οι λογαριασμοί πάντα βουνό, πάντα ασήκωτοι.

Πάμε στα διαφημιζόμενα. Πολλή βρώμη, καρντάση, συνήθως πίτουρο ή νιφάδες, αλλά πουθενά υπόμνηση πως μπορεί να υπάρξει δυσανεξία που αγνοείς. Δεκάδες τονωτικά, φάρμακα θαυματουργά, βραχιόλια νανοτεχνολογίας, γέροντες που τρέχουν επειδή τους έσωσε ένα τριφασικό μπαστούνι, γιαγιάδες που δουλεύουν φροντίζοντας παιδάκια, καταπίνοντας αναβράζοντα δισκία. Στην εικόνα, τα νιάτα χορεύουν, είναι μπακστέητζ σε συναυλίες, τρώνε πατατάκια με γεύσεις, οι ευειδέστεροι γλείφουν παγωμένες αλοιφές υπό ευαρέσκεια. Τα παιδιά την βγάζουν με τοστάκια, βοηθά και το αλατοζάχαρο που νοστιμεύει τις ζύμες.

Ανοίγω την Εγκυκλοπαίδεια των Παραγμάτων που Εισάγονται (ΕΠΕ). Σκόνες και μίγματα, φρούτα και υλικά από όλον τον κόσμο. Για τα πάντα. Υφές για πολύσπορο, για άρωμα τσίκνας, ό,τι γουστάρεις. Παντού, η δόξα της προσφοράς.

Κατεβήκαμε Κέντρο για δουλειά. Ο παππούς, ετών 93, γνωστός στην πιάτσα, πουλάει ρίγανη και αμυγδαλάκι. Από το Ροδολείβος, με επαφές από Ζίχνα έως Βούλτσιστα. Με δισέγγονα. Πιάσαμε κουβέντα. Είχε πελάτες τον Μπαρμπουνάκη με τον παπαγάλο και τον Παπαθεμελή. Τα σόγια του, από Φλώρινα έως το Σοχούμι, οι πολλοί. Δέκα λεπτά λακριντί, πέντε πλανόδιοι με χαρτομάντιλα και άνθη. Στους μεγάλους δρόμους, τα ταξί, γαλανόλευκες ακίνητες σαύρες.

Ιούνιος, ημέρες παράδοξα οικείες. Οι Θεσσαλονικείς κάθονται στα καφέ σε κάτι ψηλά σκαμπό για να χωράνε έξι στο τετραγωνικό και μερικά πεζοδρόμια αδιάβατα. Θυμόμουνα τον Μπίλη που έπαιρνε ψάθινη καρέκλα καφενείου και με μια κίνηση, άρπαζε με το χέρι τη ράχη της και υψώνονταν σαν λαμπάδα, ισορροπώντας. «Κατάλαβες μαλάκα τι θα πει άσκηση;» ρωτούσε με τα μάτια κόκκινα από το ζόρι. «Κατάλαβα» του έλεγα. «Μήτε να καθήσω δεν μπορώ στην καρέκλα αυτή». Και χαχανίζαμε.

Μικρομεσαίοι, μεσαίοι και επιδοματούχοι και το λουρί της μάνας. Η πόλις είναι πτωχή, λερή και θεοσκέπαστος. Και κανένας δεν συζητά για υποψηφιότητες και συνδυασμούς.

Στο ταξί της επιστροφής (ως μικρομεσαίος ομιλώ) ο σωφέρης ρώτησε κάτι για την Αγία Σοφία. «Και πως γίνεται στις εκσκαφές να έχει τόσα μπάζα;» . Του απάντησα. Όπως έχω πάντα έτοιμη μια απάντηση, μιαν ατάκα. «Βάλε ψεύτικη μύτη και γυαλιά, παιδάκι μου και πάνε να απαντάς στην τηλεόραση» έλεγε η μάνα μου. Με τον πατέρα μου, σαράντα χρόνια αποθαμένον.

Την κούρσα σου΄χω αγκαζέ, μ΄ολα τα μεγαλεία. Θυμάρι θέλεις κούκλα μου, η μήπως παραλία;