Ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα, στις πηγές του Ευφράτη, «το κρατίδιο / της Κομμαγηνής που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι», από τον «τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη, σήμερα βυθισμένα στο νερό του ποταμου, δεν ήταν αρκετά για να κρατήσουν τον αιχμηρό γραμματικό στην πατρίδα του. Κι έτσι ετελειώθη στας Αθήνας.
Τον Λουκιανό σκεφτόμουνα, σαρώνοντας θεωρητικά τα σύνορα των Τούρκων με την Συρία, από την Αντιόχεια και το Αφρίν στο Κομπάνι και εξ αυτού ανατολικά, έως το Ιρακ, και τα όρια του Ιράν. Μόνο που αισθανόμουνα πως τζάμπα τόσα ονόματα και ιστορίες. Διότι αυτά τα σύνορα και τα όρια με τους Άραβες και τις ποικιλώνυμες ισλαμικές αιρέσεις και φωταύγειες, ήταν τόποι των Κούρδων που δεν λογάριασε μήτε ο Άλλενμπι, χαράζοντας τις ευθείες του στις ερήμους, μήτε οι Σταυροφόροι και της Ατροπατηνής οι ξεραΐλες.
Εκάς οι βέβηλοι, ήταν ιερατικό πρόσταγμα στα Ελευσίνια μυστήρια, που απέκλειε την πρόσβαση σε αμύητους και τουρίστες. Αλλά οι αιώνες αλλάζουν δέρμα και το μονο που μου ήρχονταν στο μυαλό, ήταν οι μεταπολεμικοί επισκέπτες πέριξ της Καμίνου όπου εκαίοντο οι παφούκες, εισροφώντες την χάχα, δωρεάν και τεθλιμμένοι.
«Αν θα κλείσουν τους τεκέδες / Περαιά Κρεμυδαρού / τότε πια θα κουβαλάω / στην σπηλιά την κουρελού» εξηγούν οι χρήστες των παρόδων της Ιεράς Οδού. Πάντα η Μεγαρική και η Φαληρική Ακτή με γοήτευαν κι ας μη έχει καμία στεριά σαν τη Χαλκιδική.
Ίσως γι αυτό ο Σαμοσατεύς, κατέφευγε σε έναστρες δραπετεύσεις, πνίγοντας το ταλέντο του σε συνειρμικές παραδοξολογίες, με απόλυτη βεβαιότητα πως μια ζωή, η ζωή του, ήταν εντέλει η μόνη φραγή του, το μόνο εμπόδιο για τον απέραντο, μυστηριακό θάνατο.
«Εκάς» εξάλλου, σημαίνει μακριά, αλάργα.