Τον κυρ Γιάννη τον γνώρισα το 1986 ή το 1987 στην Πάρο, στη λαϊκή του Άη Νικόλα στην παραλία της Παροικιάς. Μου έκανε εντύπωση που είχε σουλτανίνα ξανθιά, γλυκειά και ψιλή, όπως τη θυμόμουν από παιδί. Τον ρώτησα γιατί ήταν ο μόνος στην αγορά που είχε τέτοιο σταφύλι, και μου είπε πως δεν του έβαζε καθόλου χημικά και πρόσθετα. «Μου είπαν να βάλω ορμόνες να διπλασιάσω την παραγωγή. Τι να την κάνω τη διπλή, τους λέω, αφού κι αυτή που έχω τώρα δυσκολεύομαι να την δώσω, και μου μένει». Τότε κατάλαβα ότι ήταν ο άνθρωπός μου.
Μεγαλώσαμε μαζί με τον κυρ Γιάννη. Γίναμε φίλοι, μου αφηγήθηκε σκηνές από τη ζωή του, και από τα παιδικά χρόνια και από αργότερα, είχε κάνει και οικοδόμος και ψαράς, μου έμαθε πολλά πράγματα για τη ζωή και τη φύση και τους ανθρώπους, κι όταν έκανα κι εγώ αμπέλι και κρεβατίνα, μου έδωσε βέργες από τα δικά του κλήματα για να φυτέψω, κάποιες από δυσεύρετες ποικιλίες. Όλα αυτά τα χρόνια τίποτα δικό του, μα τίποτα απολύτως, δεν μου βγήκε σκάρτο.
Τα τελευταία χρόνια είχε κάποια σοβαρά προβλήματα υγιείας, αλλά τα αντιμετώπισε και συνεχίζει να έρχεται στη λαϊκή σχεδόν καθημερινά, οδηγώντας και στήνοντας τον πάγκο και την καρέκλα του μόνος. «Παραγέρασα», μου είπε φέτος ενώ στηριζόταν στη μαγκούρα του, χωρίς την παραμικρή πικρία στη φωνή, παρά με χαμόγελο, «πάτησα τα ογδόντα εφτά. Μου λένε τα παιδιά μου να κάτσω σπίτι, θα με συντηρήσουν αυτά, αλλά δεν μπορώ να κάτσω, πάω κάθε πρωί στο χωράφι. Στο χωράφι θέλω να πεθάνω, τους λέω».
Ο κυρ Γιάννης έχει τρία παιδιά, αγόρια. Ρωτάει συχνά για το γιό μου, κι όποτε έχει αγγούρια ή πεπονάκια που δεν θα πουληθούν μου δίνει να του πάω κι ένα πεσκέσι, του λέω πως τώρα προσπαθώ να του δείξω την αξία της υπομονής και της παρατηρητικότητας, ο κυρ Γιάννης συμφωνεί και μου λέει πως αυτός συχνά παίρνει μια καρέκλα και κάθεται στο χωράφι και θυμάμαι τον Κριστόφ Κισλόφσκι: όταν ανακοίνωσε πως θα σταματήσει να κάνει ταινίες τον ρώτησαν τι θα κάνει στη ζωή του, κι αυτός απάντησε πως θα πάρει μια καρέκλα και θα κάθεται στην εξοχή και θα καπνίζει.
Πριν από μερικά χρόνια θυμάμαι πως ο κυρ Γιάννης επέμενε, κάθε φορά που έδινε ξερικά καρπούζια από τις παλιές ντόπιες ποικιλίες, να μας λέει, σε όλους ανεξαιρέτως, να κρατάμε τους σπόρους για να τους φυτέψουμε. «Άμα σχολάσει η σειρά μου, όλα αυτά θα χαθούνε», μας έλεγε. «Δεν ενδιαφέρεται κανείς πια». Κι εγώ άρχισα να τους κρατώ ευλαβικά, τους άφηνα να στεγνώνουν μέσα σε ασημόχαρτο στο γκαράζ ώσπου να τους φυτέψω.
Φέτος αμέλησα να τους φυτέψω στο μποστάνι, κι όταν ήρθα στο νησί οι σπόροι ήταν στη θέση τους στο γκαράζ. Ώσπου μια μέρα δεν ήταν. Τα ασημόχαρτα ήσαν ανοιγμένα και πεταμένα στο τσιμέντο, και μέσα μόνον η σκόνη από τα υπολείμματα των σπόρων που είχε αφήσει ο κυρ ποντικός. Αυτός, ήταν επιμελής.
Στεναχωρέθηκα και καταντράπηκα για τα χάλια μου, και πήγα να απολογηθώ στον κυρ Γιάννη. Αυτός ευθύς κατάλαβε τι πήγαινα να του πω, και χαμογέλασε. «Τα σπόρια απ’ τα καρπούζια, ε; Μεζές του ποντικού. Κι εμένα μου έχουνε φάει πολλά. Μόνον όταν είχα ένα γάτη φοβερό, δεν κιοτάγανε». Κι άρχισε να μου μιλάει για το γάτο που είχε κάποτε και δεν πλησίαζε ούτε ποντικός ούτε φίδι στο σπίτι και στο χωράφι.
Φαντάζομαι τον κυρ ποντικό να χαμογελάει ικανοποιημένος στο σκοτάδι, πάνω-κάτω με το ίδιο χαμόγελο που έχει ο κυρ Γιάννης στο φως. Ο καθένας έχει μια δουλειά να κάνει στον κόσμο αυτό. Άμα καταλάβει ποια είναι αυτή η δουλειά, έχει πια τελειωθεί, και μπορεί να χαμογελά όσο θέλει.