Emmet Gowin, 1971
Εικονοποιία
11-06-2020

Ιάκωβος Ανυφαντάκης, κάποιοι άλλοι, Πατάκης, 2019.

«Όταν άκουσα τη βρύση να τρέχει, γύρισα ανάσκελα, πρόσεξα τον γυμνό τοίχο απέναντι από το κρεβάτι και χωρίς να καταλάβω τον λόγο, σκέφτηκα να γράψω ένα θέμα για τη φωτογραφία που είχε τραβήξει ο Emmet Godwin (sic) την όρθια γυναίκα του» (σ. 32). Το όνομα του φωτογράφου είναι «Gowin» και η φωτογραφία στην οποία αναφέρεται ο Ανυφαντάκης είναι η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο. Δεν γνώριζα ούτε τον φωτογράφο ούτε τη φωτογραφία του. Ο Ανυφαντάκης όμως μου κίνησε το ενδιαφέρον και κάνοντας κλικ στο λινκ που την ανακάλυψα έπεσα σε ένα σύντομο κείμενο από το New Yorker που μιλούσε για τη δύναμη του συγκεκριμένου πορτραίτου, από το 1971, που όχι μόνο «αντιστέκεται στα κλισέ ―για την αγάπη και την οικειότητα, για τον καλλιτέχνη και τη μούσα, για το δημόσιο και το ιδιωτικό― αλλά τα διώχνει με τον ίδιο τρόπο που ένα φυλαχτό ξορκίζει τα κακά πνεύματα».

Τι σχέση έχει όμως αυτό με το μυθιστόρημα του Ανυφαντάκη; Το «Κάποιοι Άλλοι» είναι ένα βιβλίο που το χαρακτηρίζει και το διαπερνά μια εμμονή στην εικονοποιία. Ο Ανυφαντάκης έχει το ταλέντο να πλάθει εύληπτες εικόνες με χαρακτηριστική ευκολία (εν μέρει γιατί χειρίζεται σωστά και τη φαντασία του αναγνώστη) και αυτή είναι μια τακτική που προσδίδει στο βιβλίο εντυπωσιακή προσήνεια. Στο μυθιστόρημα υπάρχουν εξαιρετικές εικόνες της μουντής ατμόσφαιρας του Γκντανσκ όσο και της Αθήνας των αρχών της κρίσης. Υπάρχουν εικόνες της αμερικάνικης επαρχίας, που μπορεί να φέρνουν προς τα προάστια του Τζον Τσίβερ και του Τζον Άπνταϊκ, αλλά και εικόνες της δικής μας ελληνικής επαρχίας, που μπορεί να θυμίζουν Θόδωρο Αγγελόπουλο. Αυτή η εμμονή στην εικονοποιία όμως, όσο κι αν ομολογουμένως οδηγεί το βιβλίο με εξαιρετικό ρυθμό, αποδεικνύεται τελικά δίκοπο μαχαίρι γιατί οι εικόνες απαιτούν σκληρή δουλειά για να λειτουργήσουν σε ένα μυθιστόρημα αρκούντως γόνιμα. Απαιτούν σκληρή δουλειά για να φτάσουν στο επίπεδο, για παράδειγμα, του πορτραίτου της γυναίκας του Gowin που έρχεται στο νου του Βαγγέλη, του ήρωα του Ανυφαντάκη. Το βιβλίο διαβάζεται σε δυο καθισιές αλλά σε αφήνει με μια περίεργη αίσθηση déjà vu. Ενώ δεν μπορείς να εντοπίσεις σε τι ακριβώς συνίσταται το πρόβλημα, και αν εν τέλει πραγματικά υπάρχει κάποιο πρόβλημα, σε αφήνει με ένα ερωτηματικό. Κατ’ αρχάς, δυο κουβέντες για την υπόθεση. Ο ήρωας, ο Βαγγέλης, έχει μείνει άνεργος στην αρχή της κρίσης και βρίσκεται με τη σύζυγό του, τη Μάρω, που τον συντηρεί στην Πολωνία. Το βιβλίο, ευτυχώς, δεν στέκεται μόνο σε μια εξιστόρηση ενός υπαρξιακού αδιεξόδου. Ο Βαγγέλης θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια ουρανοκατέβατη ιστορία την οποία αποπειράται να δαμάσει και να μετατρέψει σε δημοσιογραφικό θέμα. Και λέω ουρανοκατέβατη γιατί η έμπνευση για τον Βαγγέλη έρχεται κυριολεκτικά από τον ουρανό: ένα αεροπλάνο που διασχίζει τον νυχτερινό ουρανό του Γκντανσκ αφήνει δύο νεκρούς να πέσουν από το σύστημα προσγείωσής του. Ο ένας θα βρεθεί στην ταράτσα της πολυκατοικίας που διαμένει το ζευγάρι των πρωταγωνιστών και ο άλλος πεντακόσια μέτρα πιο πέρα, στο δρόμο. Ο ένας είναι Σύριος και ο άλλος ένας λευκός Αμερικάνος. Ο Βαγγέλης θα ταυτιστεί με τον λευκό, τον Ρέυ Πάρκερ, γιατί ενστικτωδώς τον νιώθει πιο κοντά του. «Στη λεωφόρο, όμως, είχαν βρει έναν ηλικιωμένο λευκό που δεν είχε κανένα λόγο να μπει λαθραία σε ένα αεροπλάνο. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς» (σ. 27).

Ο Βαγγέλης βλέπει στον Ρέυ Πάρκερ την ευκαιρία να βγει από το τέλμα στον οποίο έχει βρεθεί διερευνώντας τον θάνατό του και συντάσσοντας ένα θέμα, ένα long read, όπως αυτά που του άρεσαν να διαβάζει και να γράφει στο παρελθόν. Ο Ανυφαντάκης, που φαίνεται να γνωρίζει ότι δεν γίνεται να σερβιριστεί μια τέτοια αλήθεια με τόση ευθύτητα, τη μασκαρεύει πίσω από το “γνήσιο” ενδιαφέρον του ήρωά του και έτσι θέτει και τους μυθιστορηματικούς τροχούς σε κίνηση. Σκεφτείτε το λίγο. Κοιμάσαι και το θέμα σού έρχεται από τον ουρανό. Δεν μπορείς να αντισταθείς, ειδικά αν είσαι ο Βαγγέλης. Ο Ρέυ Πάρκερ, οποία έκπληξη, είναι φωτογράφος που βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση που πηγαίνει πολύ πιο μακριά από εκεί που φαντάζεται αρχικά τόσο ο Βαγγέλης όσο και ο αναγνώστης. Και μάλιστα, για να επιστρέψω πάλι στην εικονοποιία του βιβλίου, δεν μπορούσα να ξεφύγω από την εικόνα του Ρέυ Πάρκερ ως άλλου Χάρι Ντιν Στάντον στο «Παρίσι, Τέξας» του Βέντερς.

Παρά όμως τη μομφή μου αυτή προς τη στερεοτυπική χρήση της εικόνας στο βιβλίο, θα πρέπει να αναγνωρίσω στον συγγραφέα την ικανότητά του να στήνει τον ήρωα του, τον Βαγγέλη, με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται διακριτή η βαθύτερη, καταγωγική, σχέση του με τις εικόνες. Ως πρώην δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ, σε μια εποχή που όλα ήταν πιθανά, ο Βαγγέλης έχει κάθε λόγο να αυτοπαραμυθιάζεται γιατί και εκείνος παραμένει προσκολλημένος στην εικόνα του. Και αυτό ο Ανυφαντάκης το δουλεύει σωστά. Ο Βαγγέλης είναι μια περσόνα που προκαλεί κλαυσίγελο. Μέσα στο αδίεξοδό του, και ενώ τον συντηρεί η γιατρός γυναίκα του, υποτίθεται ότι ερωτεύεται μια εικοσάχρονη πολωνέζα με την οποία προπονείται για μαραθώνιο. Και λέω «υποτίθεται» γιατί ο Βαγγέλης διακατέχεται από αυτό που έλεγε ο Γιώργος Χειμωνάς για τον άντρα: «[…] τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άντρας επιβιώνει».

Ο Βαγγέλης είναι ένας ήρωας ανερμάτιστος που ζει στο παρελθόν και κυριαρχείται από νοσταλγία για το μεγαλείο μιας ζωής που φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αναρωτιέται διαρκώς πού και τι έκανε λάθος για να βρεθεί στη θέση που βρίσκεται τώρα. Ο Ανυφαντάκης σπρώχνει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές στα λημέρια του αδιεξόδου που στα χρόνια της κρίσης τιτλοφορήθηκε «πολιτική λύση», αλλά τα λάθη του Βαγγέλη είναι βαθύτερα γιατί ο ίδιος δεν βεβαιώθηκε ποτέ, παρά τις λαμπρές σπουδές του και τη θέση που είχε στην εφημερίδα, για το αν τα κίνητρά του ενείχαν κάτι παραπάνω από αυτό που διαρκώς τον έσπρωχνε προς μια συγκυριακή εγρήγορση: ο Βαγγέλης δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι δεν πράττει το σωστό κατά τύχη. Υπάρχει ένα κομβικό σημείο στο βιβλίο όπου δεν ξέρει αν πράττει το σωστό από ηθική ακεραιότητα ή αν τον ενοχλεί μια βρύση που τρέχει και γι’ αυτό πράττει συγκυριακά το σωστό. Έτσι, το πρόβλημα του χαρακτήρα του Βαγγέλη αντικατοπτρίζεται και στο πρόβλημα του βιβλίου όσον αφορά τα κλισέ, τόσο εικονοποιίας όσο και, τηρουμένων των αναλογιών, εποποιίας. Γιατί, για να επανέλθω στο άρθρο για τη φωτογραφία τού Emmet Gowin από το New Yorker, «[…] το κλισέ είναι ένας μηχανισμός που μας προφυλάσσει από την πολυπλοκότητα και την ένταση της αδιαμεσολάβητης εμπειρίας» και μπορεί να αναφέρεται τόσο στις ηθικές επιλογές μας όσο και στις δημιουργικές πτυχώσεις μας. Ο Βαγγέλης καταφεύγει στο κλισέ μιας μηχανιστικής συμπεριφοράς γιατί τη βρίσκει ανακουφιστική, και ο Ανυφαντάκης σε αυτό της εικόνας που λόγω της σαγήνης της τον θυματοποιεί.

Θα κλείσω όμως με κάτι που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι στέκεται αντιφατικά προς το επικριτικό σκέλος της θέσης μου. Αυτό είναι σκόπιμο και αντηχεί την κατ’ εξοχήν λειτουργία του μυθιστορήματος ως αντλίας διαισθήσεων περί των υπαρξιακών. Το βιβλίο διαβάζεται και ως σπουδή στην τυχαιότητα. Στην τυχαιότητα που δυναστεύει και διαφεντεύει τις ζωές μας από τη στιγμή της γέννησής μας. Τόσο ο Βαγγέλης όσο και η Μάρω αλλά και ο Ρέυ βιώνουν την πραγματικότητά τους σαν πιόνια σε μια μεγάλη σκακιέρα όπου τελικά ούτε η καλύτερη των στρατηγικών δεν δύναται να τους προστατέψει από το απροσδόκητο και το αναπάντεχο. Μπορεί ο καθένας, στιγμιαία, να έχει στο μυαλό του την αίσθηση ότι είναι κύριος του εαυτού του, ότι δεν δρα συγκυριακά, αλλά η πραγματικότητα έχει τον τρόπο της να μετατρέπει την αίσθηση αυτή σε ψευδαίσθηση.