Υπέθετα πως οι Χορηγοί στον πολιτισμό δεν έχουν σχέση με τους παλαιότερους, όταν επενέβαιναν να υπάρχουν μαγαζιά στο υπό ανέγερση Δημοτικό Θέατρο. Οι χορηγοί, ήδη από την εποχή των ανασκαφών του 19ου αιώνα, τον συνδυασμό αθλητικών Αγώνων με τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις στα ίδια χρόνια και τους ενεργούς πολίτες των παλαιών Ηγεμονιών, που κατάγονταν οι περισσότεροι από τα ορεινά των δυτικών Βαλκανίων συχνά τιμώμενοι ως ευεργέτες, μικρή ή μηδαμινή σχέση έχουν με την σημερινή ερμηνεία που δίνουμε στον όρο τη χορηγίας.
Ας επιστρέψω (ελπίζω για τελευταία φορά) στην Ακρόπολη και τα έργα της, τον ανελκυστήρα, τους νέους διαδρόμους και κάτι μπερδεμένο (για την συνείδησή μου) στα Προπύλαια. Τεχνικά, η χορηγία σήμερα, τύποις θεωρείται συνέχεια των έργων που ονομάστηκαν «ευεργεσίες» παλαιότερα. Αλλά οι καιροί ου μενετοί και οι τρόποι υιοθεσίας μιας εκπομπής, ενός έργου, ενός κεκρυμμένου εράνου απλώνονται από την καθαρή διαφήμιση (με χρηματοσυλλεκτικό μανδύα) σαν το «όλοι μαζί μπορούμε» έως την υπογραφή μιας σύμβασης έργου η οποία τεχνικά δεν διαφέρει από μια άνευ διαγωνισμού ανάθεση. Διότι τα χρήματα που ένα ίδρυμα σκοπεύει να χαρίσει στο Κράτος, θα έχουν υποστεί βαρύτατη επιρροή του ιδρύματος που τα παρέχει.
Να τελειώνω. Την συνείδηση του Ευαγγέλη Ζάππα και μιας εκατοντάδος εθνικών ευεργετών (και όχι χορηγών) την διέπλαθε ποιητής και όχι οργανωτής φεστιβάλ. Η Ελλάς δεν κατόρθωσε ακόμη να συναξάρει σε ενιαία αντιληπτική κίνηση το ανασκαφικό της έργο. Όπως δεν κατάφερε (ακόμη) να χωροθετήσει με πολεοδομικά, χωροταξικά κριτήρια την λειτουργία δημοσίων χώρων, βιομηχανικών περιοχών, λιμένων και άλλων «οχλουσών» λειτουργιών. Η Ελλάς διέπρεψε στην φύτευση γκαγκάου υπευθύνων σε ανεύθυνα καθοριζόμενους χώρους. Επομένως δεν είναι προς απορίαν που ο χορηγών ενδύεται γουνάκι δικαστού, τόγα υπουργού και λεξιλόγιο της φιλικά προσκείμενης πιάτσας.
Αν θέλουτε ποιητικήν την ερμηνείαν του φαινομένου, πρόκειται περί εγχορήγων χορηγών, ήτοι χτισμένων σαν την γυναίκα του πρωτομάστορα σε ένα γνωστό γεφύρι.