Υπάρχει αυτό το κτίριο στη Μητροπόλεως χαμηλά κοντά στην πλατεία Μοναστήριον που έχει αυτό το παράλυτο και ακρωτηριασμένο σθένος να υπάρχει ενώ έχει απομείνει κουφιό και άδειο. Τα τζάμια των βιτρίνων δεν υπάρχουν ούτε στις γωνίες σαν επισήμανση κοφτερή.
Ο διάκοσμος της πόρτας είναι σκονισμένος, αφόρητα μαύρος. Ενα κομμάτι ύφασμα δεμένο στις γωνίες της σιδεριάς κρύβει λίγο την ασχήμια του, διατηρεί την ιδιωτικότητα του κατά ένα μέρος, φροντίζει να κρατάει μακριά τους περαστικούς και να θέλγει τα ποντίκια. Αν λίγο φυσήξει και μετακινήσει το γκρι της κουρτίνας θα δεις να μπαίνει το φως από κάποιο παράθυρο αποθήκης και είναι τόσο απόκοσμο όλο αυτό. Βλέπεις τις πωλήτριες μέσα με τα υφάσματα να είναι σαν ξεκοκαλιασμένες μπαλαρίνες και να εξυπηρετούν, να εξυπηρετούν, να κόβουν, να μετρούν, να τυλίγουν. Τι αιώνιο μαρτύριο! Ακόμη περισσότερη σκόνη τις ραίνει και αυτές πουλάνε κλαρωτά καλύμματα σε πλούσιες κυρίες. Ποιος έχει χρόνο να κοιτάξει εκεί μέσα τι συμβαίνει;
Από την απέναντι μεριά το κλειστό μαγαζί με την επωνυμία Νεράτζι. Ήταν τόσο δήθεν και φωτεινό σαν ωδείο μιάς χαρούμενης δασκάλας πιάνου που μισούσε τα παιδιά αλλά ήθελε να βγάλει πολλά χρήματα ώστε σπάσει όλα τα πλήκτρα του πιάνου ένα-ένα μια μέρα που θα είχε ένα κομπόδεμα γερό και κρατιέται με νύχια και με δόντια για να μην τα δείρει, να μην φτύσει τους μικρούς ατάλαντους μαθητές που κοιτούν τις συγχορδίες σαν ακατανόητα σημάδια σε χαρτί.
Δύο κόσμοι που αποτυγχάνουν στο παρόν για όσο διατηρούνται σαν σημεία μιας κάποιας προσοχής που κατέληξε σε φιάσκο. Όπως οι κορνίζες με τα στέφανα και φόντο το κόκκινο βελούδο πάνω από τα προσκεφάλα των γονιών μας στη παλιά κρεβατοκάμαρα.