Οι δύο γάτοι δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Ο προηγούμενος έζησε 20 χρόνια. Τον είχα φέρει από την Αμερική κι έγινε γάτος του σπιτιού και του διαμερίσματος. Πέθανε τέλη Ιουνίου το 2013, γερασμένος, εξαντλημένος. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει και ξαγρύπνησα μαζί του, περασμένα μεσάνυχτα. Αποκοιμήθηκα και το πρωί τον βρήκα ψόφιο με μάτια ανοικτά και αίμα να έχει τρέξει από το στόμα του. Τον έβαλα στην κατάψυξη μέσα σε σακούλες και το επόμενο σαββατοκύριακο τον πήγαμε στο χωριό να τον θάψουμε.
Ο τωρινός έζησε εννιά χρονιά, τον βρήκαμε τον Ιούνιο του 2011 πεταμένο κάτω από κάδο στο λιμάνι, τρομοκρατημένο από σκυλί που ήταν έτοιμο να τον ξεσκίσει. Έζησε έξω αλλά πάντα ερχόταν σπίτι σαν είμαστε εκεί. Καλός με τους ανθρώπους, ξάπλωνε δίπλα μου με τις ώρες και πιπιλούσε την πατούσα του. Άγριος και αδίστακτος με τ’ άλλα ζωντανά. Κυνηγός. Πριν κάμποσες βδομάδες, μέσα στον Ιούνιο, τον δάγκωσε αλεπού ή κουνάβι ή κάποιο αγρίμι πάνω από κούτελο. Μεγάλη πληγή, φαινόταν το κρανίο. Τον βρήκαμε σε άθλια κατάσταση, μύριζε. Τον πήγαμε σε κτηνίατρο της περιοχής, του έβαλε ορό για μερικές μέρες, μας είπε ότι γάτες που ζουν ελεύθερες άντε να ζήσουν το πολύ έξι χρόνια. Ξανάνιωσε κάπως και τον έφερα στην Αθήνα, στο διαμέρισμα, για την ανάρρωση. Μάταια. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, δύσκολος με την αντιβίωση. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρίσκεται δίπλα μου, ακίνητος. Χθες το βράδυ κοιμήθηκα με την ευχή σαν ξυπνήσω να τον βρω ψόφιο, να μην αναγκαστούμε να του κάνουμε ευθανασία. Ούτε συζήτηση να τον αφήσουμε μόνο του, αδύναμο, να πεθάνει από πείνα ή να τον κατασπαράξουν. Το πρωί εξαντλημένος σύρθηκε δίπλα μου με το χαρακτηριστικό σιγανό νιαούρισμα. Συνεννοήθηκα με κτηνίατρο εδώ και τον κοίμισε σήμερα το βραδάκι. Τώρα τον έχω στην κατάψυξη, μέσα σε σακούλες, για να τον πάμε αύριο να τον θάψουμε στον κήπο. Δίπλα στον προηγούμενο γάτο.
Όταν ζητήσαμε από τον κτηνίατρο να του κλείσει τα μάτια, μας είπε ότι δεν γίνεται. Δεν είμαι σίγουρος ότι είπε την αλήθεια.