Αποβραδίς, πριν ακόμη σημάνει η καμπάνα του εσπερινού, ζήτησε ένα χράμι από την μάνα του. Δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσει τι το θέλει, της το ομολόγησε από μόνος του. Εκείνη τότε τον φίλησε με δάκρυα στα μάτια, τον σταύρωσε πολλές φορές και τον ξεπροβόδισε με την ευχή: «Να σε δροσίσει ο άγιος και να γυρίσεις πίσω γερός αγόρι μου». Από τα επτά μεγαλύτερα παιδιά της εκείνο ήταν το αγαπημένο στερνοπούλι της και του έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Αφού το δίπλωσε προσεκτικά, έβαλε το χράμι κάτω από την αριστερή του μασχάλη και ξυπόλητο το αγόρι πήρε το νταλιανέϊκο μονοπάτι, το μοναδικό που υπήρχε για την εκκλησία του Άη Γιάννη, λίγο έξω από το χωριό. Ξημέρωνε 29 Αυγούστου η χάρη του και είχε λάβει την μεγάλη απόφαση. Όπως κι άλλοι κατά το παρελθόν συγχωριανοί του είχαν προσευχηθεί με πίστη ζητώντας από τον άγιο να δείξει έλεος και να τους θεραπεύσει, έτσι κι αυτός θα τον παρακαλούσε να τον γιάνει. Ήταν απελπισμένος, μόλις είχε κλείσει τα δώδεκα και οι θέρμες τον βασάνιζαν από τα εννιά του. Υπέφερε, είχε δυνατά ρίγη, έτρεμε σύγκορμος όταν ανέβαινε το θερμόμετρο. Και όλα τα μάλλινα σκεπάσματα που διέθετε ο γιούκος του σπιτιού να έριχνε επάνω του, δεν θα ήταν ικανά να τον ζεστάνουν. Στα κινίνα, ως πολύ ακριβά και δυσεύρετα, δεν υπήρχε πρόσβαση. Αρχές της δεκαετίας του ΄30 και η επαρχία ζούσε «πίσω από τον Θεό», όπως συνήθιζε να λέει ο κοσμάκης οικτίροντας την άδικη μοίρα του.
Μόλις ο παπάς είπε το «Δι΄ ευχών…» και σχόλασε ο εσπερινός, οι ευλαβείς προσκυνητές εξήλθαν περιχαρείς από τον ναΐσκο. Είχε βραδιάσει για τα καλά πλέον. Στις φυλλωσιές ο γκιώνης μόλις άρχιζε το μονότονο «γκιον – γκιον». Μέσα σε γέλια και αστεϊσμούς, με τα λαδοφάναρα στα χέρια, πήραν το μονοπάτι της επιστροφής. Αν και καλοκαίρι ακόμη, ένα δροσερό αεράκι που κατέφθασε αίφνης από το πουθενά, έκανε τους εκδρομείς να αναναριγήσουν γλυκά. Το παιδί έμεινε πίσω να κοιτάζει μ΄ έναν κρυφό φόβο, διάχυτο σε όλο του το κορμί, τις μορφές των αγίων. Το μάτι του δεν ξεκολλούσε από το τέμπλο. Παρατηρούσε τον Άη Γιάννη ρακένδυτο και βλοσυρό να στέκεται δίπλα στον Ιησού, κρατώντας με τ΄ αριστερό του χέρι ένα ραβδί και στο δεξιό ένα πιάτο που μέσα του είχε μια κομμένη κεφαλή, ίδια κι απαράλλαχτη στην μορφή -τι μέγα μυστήριο- με την δική του! Μόνο που τα μάτια εκείνης ήταν βασιλεμένα… Βγήκε ο ιερέας από την Ωραία Πύλη και αφού καλησπέρισε τον νεαρό προσκυνητή, του χάϊδεψε με τρυφερότητα τα πυκνά ατίθασα μαλλιά και με γλυκύ ύφος του είπε: «Ώστε Βλαμάκι έκανες τάμα, μαθαίνω, να κοιμηθείς απόψε κάτω από την εικόνα του Άη Γιάννη, μεγάλη η χάρη του». Βλαμάκι, έτσι τον αποκαλούσε καθώς και οι περισσότεροι στο χωριό από το προσωνύμι «Βλάμης» του πατέρα του, αντί του κανονικού του ονόματος Νίκος ή έστω Νικολάκης. «Ναι παπά, θέλω να τον παρακαλέσω να με κάνει καλά από τις θέρμες», του απάντησε θαρρετά ο μικρός. «Θα προσευχηθώ απόψε στον Άη Γιάννη, θα τον παρακαλέσω κι εγώ να ιδεί την πίστη σου και να μεσιτεύσει για σένα στον Θεό. Εύχομαι ολόψυχα να σε θεραπεύσει παιδί μου. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου», ψέλλισε κατανυκτικά, αν και με κάποια ασάφεια ο ιερέας, τείνοντας τέλος από συνήθεια την δεξιά του στο πρόσωπο του μικρού προς ασπασμόν. Το παιδί έσκυψε και του φίλησε το χέρι.
Άκουσε την πόρτα να τρίζει καθώς την έκλεινε πίσω του φεύγοντας βιαστικά ο παπάς. Απόμεινε μόνος. Ξεδίπλωσε το χράμι που τόσην ώρα κρατούσε κάτω από την μασχάλη του και το έστρωσε με προσοχή κάτω από την φοβερή εικόνα του Άη Γιάννη. Έκανε τον σταυρό του και ξάπλωσε. Έκανε πολύ ζέστη μα αυτός ένιωθε κάτι υπόκωφα ρίγη να τον γυροφέρνουν. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής του, με όλη την δύναμη και την ένταση της αθωότητας. «Κάνε με καλά, σε ικετεύω», ψιθύρισε και νοερά έφερε στον νού του την μορφή του Αγίου. Δάκρυα άρχισαν να κατρακυλάνε στο πρόσωπό του. Το σαγόνι του έτρεμε, τα δόντια του άρχισαν να κτυπάνε. Άκουγε μέσα στην ησυχία τον ήχο από τον ανεξέλεγκτο κτύπο τους να δυναμώνει. «Νά το, έρχεται πάλι το κακό», σκέφτηκε έντρομος. Μάζεψε ενστικτωδώς το σώμα του, έφερε τα γόνατα λυγισμένα προς τα επάνω, προς το μέρος του στήθους και έχωσε ανάμεσά τους τα φλογισμένα χέρια του ενωμένα. Άθελά του πήρε την στάση του εμβρύου, την μόνη στάση που λίγο τον ανακούφιζε όταν τον κυρίευε εκείνη η αναθεματισμένη θέρμη κι έκανε το κορμάκι του να τρέμει, όμοια καθώς το τελευταίο φύλλο της λεύκας τρέμει κι αγωνιά, πριν ο βοριάς το στροβιλίσει μακριά. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε ξαφνικά. Βυθίστηκε σ΄ έναν λήθαργο πηχτό. Κατά διαστήματα συνέρχονταν λίγο και πάλι γλίστραγε πίσω στην ίδια άβυσσο. Παραμιλούσε, φώναζε την μάνα του να τον γλιτώσει από τον βραχνά, έκλαιγε φοβισμένος. Θυμήθηκε μια προσευχή που είχε μάθει κι ενίοτε την έλεγε σιγά πριν αποκοιμηθεί στο μαξιλάρι του.
«Ω κυρά Μαγδαληνή, πως κοιμάσαι μοναχή;
Δεν κοιμάμαι μοναχή, έχω Πέτρο, έχω Παύλο, έχω δώδεκα Αποστόλους.
Του Χριστού μου το ραβδάκι το ΄χω για προσκεφαλάκι,
όποιος έλθει να το πάρει ο Χριστός τον τιμωράει.
Χριστός εδώ, Χριστός εκεί, Χριστός στην κεφαλή μου
και τ΄ Άγιο Πνεύμα στην ψυχή μου».
Σταυροκοπήθηκε κι έκλεισε εξαντλημένος τα μάτια του. Το φυτίλι στο καντήλι που έκαιγε από πάνω του τσίριξε απαίσια κι έσβησε. Είχε μόλις αρχίσει να χαράζει.
Ξύπνησε ανάλαφρος. Οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα καλώντας τους φιλέορτους στην λαμπρή θεία λειτουργία. Πετάχτηκε αμέσως επάνω και κοίταξε απορρημένος γύρω του να καταλάβει που βρίσκεται. Θυμήθηκε το τάμα του, την άσχημη νύχτα που πέρασε κάτω από την εικόνα του Αγίου, τους εφιάλτες που είδε και τον ξετίναξαν. Όλα τα θυμήθηκε κι ενώ έσκυβε να μαζέψει από κάτω το χράμι για να το διπλώσει, χαμογέλασε μετά από πολύ καιρό. Ένα βάρος είχε φύγει από πάνω του, το καταλάβαινε. «Λες ο Άγιος να έκανε το θαύμα του;», αναρωτήθηκε χαρούμενος. Δεν ήξερε ακόμη, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Αν και μέσα του βαθιά μια μυστική φωνή του έλεγε και του ξανάλεγε πως πάει, πέρασε το κακό, δεν είχε πλέον τίποτα να φοβάται και τίποτα δεν έπρεπε να ανησυχεί. Μα και πάλι, ως άλλος άπιστος Θωμάς, αμφέβαλε ζωηρά. Θα έπρεπε να περιμένει, μερικές ημέρες τουλάχιστον, για να βεβαιωθεί. Σκέφτηκε να παραμείνει στην λειτουργία. Ντρεπόταν τον κόσμο που είχε αρχίσει στο μεταξύ να καταφθάνει ντυμένος με τα καλά του. Προτίμησε να πάει μέχρι το σπίτι του να νιφτεί, ν΄ αλλάξει, να φορέσει κάτι καθαρό και να επιστρέψει. Έφυγε τρέχοντας για το χωριό. Στο δρόμο συνάντησε τις συκιές φορτωμένες. Τον είχε θερίσει η πείνα. Σκαρφάλωσε χωρίς δεύτερη σκέψη στην πιο μεγάλη, σε μια που έκανε «κολοκυθάπια», τ΄ αγαπημένα του σύκα. Κι έτσι καθώς ήταν ξενηστικωμένος, τα πρώτα άρχισε να τα καταπίνει όπως τα έφθανε, με την φλούδα. Μόλις όμως άρχισε να χορταίνει κάπως, θυμήθηκε πως θα έπρεπε να τα καθαρίζει για να μη τον πονέσει η κοιλιά του. Έφαγε μερικά ακόμη και κατέβηκε. Ήθελε να προλάβει τα καλά νέα στην μάνα του. Σιγά τώρα να μην περίμενε να σιγουρευτεί. Αφού όσο περνούσε η ώρα το ένιωθε όλο και πιο καθαρά, το καταλάβαινε πως είχε θεραπευτεί οριστικά από τις θέρμες. Ναι, ο Άη Γιάννης είχε κάνει το θαύμα του!
Σημείωση
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «αποκεφαλισθείς» από τον Ηρώδη, θεωρείται ο θεράπων Άγιος από το ρίγος του πυρετού που προκαλείται από την ελονοσία. Προφανώς γι’ αυτό αποκαλείται και Ριγολόγος ή Κρυαδίτης, αλλά και Νηστευτής και Νηστικός για την απόλυτη νηστεία με την οποία τιμάται η μνήμη του. Επίσης, κατά τόπους, όπως στην Νάξο, ακούγεται και Τιναχτής επειδή σε τινάσσει με ρίγη, αν δεν τηρήσεις τη νηστεία του ή γιατί θεραπεύει το τιναχτικό, τον ελώδη πυρετό δηλαδή. Στην Θράκη τον λένε Κυνηγό, καθότι γύρω στην εορτή του στις 29 Αυγούστου, αρχίζει η κυνηγετική περίοδος. Οι κακοήθεις πυρετοί που μάστιζαν παλαιότερα – ιδιαίτερα κατά τον μήνα Αύγουστο – την ελληνική επαρχία, με τα τρομερά ρίγη οφείλονταν κατά την άποψη του λαού στην ταραχή που αισθάνθηκε η κεφαλή του Αγίου την στιγμή της καρατόμισης. Ίσως γι’ αυτό και συνήθως εικονίζεται κρατώντας την κεφαλή του σ΄ ένα πινάκιο. Στους Κήπους Ευβοίας, το χωριό των γονιών μου, αν και είναι ο πολιούχος άγιος, η εκκλησία του είναι κτίσμα μάλλον ταπεινό, σε σχέση πάντοτε με τον κεντρικό ναό της Παναγίας, τον επίσημο που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στα υπολείμματα του ενετικού πύργου και ίσως, το πιθανότερο εικάζω, με τις πέτρες του να θεμελιώθηκε. Όπως και να ΄χει όμως, επειδή «το ράσο δεν κάνει τον παπά», ο Άη Γιάννης υπήρξε ανέκαθεν ο αγαπημένος άγιος του χωριού μου. Και οι συντοπίτες μου οι Κηπιώτες, τον τιμούν με το παραπάνω. Ο πατέρας μου πάντως δεν λησμόνησε ποτέ το «θαύμα», ούτε και την υποσχεσή του. Σε όλη του την ζωή και μέχρι που πέθανε, «κρατούσε» την ημέρα με ευλάβεια και τιμούσε τον Άη Γιάννη με την νηστεία του. Ανήμερα της εορτής του Αγίου ούτε λάδι δεν έβαζε στο στόμα του. Μόνο φρούτα και νερό. Ακόμα κι όταν βράδιαζε και η μητέρα τον πίεζε θυμάμαι να «καταλύσει», λέγοντάς του πως πάει, πέρασε πλέον η επέτειος, εκείνος θύμωνε και το αρνιόταν πεισματικά.