To 1955 στη Θεσσαλονίκη για να χτίσουν οικόπεδο, έβγαζαν βυζαντινά κτηματολόγια στον συμβολαιογράφο, και οι καφενέδες είχαν τόσο σταθερή πελατεία, ώστε οι καφεπότες δεν ενοχλούνταν από τα ριζίδια του σόργου που τους έδεναν με τις ψάθινες καρέκλες. Όσο έφευγες από το κέντρο δεν υπήρχε χώμα κανονικό, αλλά σκόνη, γύψος και στοκαρίσματα κι ασβέστες από υπόλοιπα εργοταξίων. Κι εγώ πήγαινα πρώτη Δημοτικού.
Η μάνα μου χρωστούσε μια αξιοπρεπή, συνεπή, ανέφελη γέννα στον αδελφάκο μου, κι έτσι κουβαληθήκαμε Σαλονίκη να ξεγεννήσει. Ο πατέρας μου έμεινε στα Γιαννιτσά, για να τελειώσει το καινούργιο σχολείο ― πλησίαζαν τα εγκαίνια. Ήταν Φλεβάρης, μέναμε στου θείου Νίκου και της θείας Ρίτσας, με τέσσερα εξαδέλφια και δυο γέροντες γενάρχες, τον Μπαρμπαγιάννη και την κόνα Λέγκω. Έζησα και την πρώτη χάσκα της ζωής μου. Το σπίτι ήταν ημιυπόγειο, Άρεος 1, σήμερα Χανίων, ούτε οκτώ σπίτια μεταξύ Ιωαννίνων και Περδίκκα.
Ως τότε από Σαλονίκη ήξερα την Οδυσσέως, στο Βαρδάρι, ΚΤΕΛ Γιαννιτσών, αρχή Μοναστηρίου, τη «Δωδώνη» με τους λουκουμάδες και τη γραμμή του τραμ που έκανε στάση στην Ευζώνων, καλντρερίμι, ανηφορίτσα. Και οι δάσκαλοι γονείς πήραν απόφαση, ώσπου να τελέψει η γέννα, να μη χάσω εκπαίδευση και να πάω στο σχολείο, έστω για δέκα μέρες. Κανείς δεν σκέφτηκε το μπούλινγκ, καθώς τραύλιζα σαν μοτοράκι.
Το σχολείο στην Περδίκκα δεν είχε θέσεις και με πήγαν κάπου πολύ ψηλά, προς Τριανδρία. Τότε δεν υπήρχε Παλαιντεσπόρ και μόνον ένα ρέμα χώριζε στα δύο την κεντρική από τη ανατολική πόλη. Μπήκα πολύ ψαρωμένος. Η πρώτη τάξη είχε θρανία που χωρούσανε και τρεις, αλλά στη ράχη κάθε θρανίου ήταν καρφωμένα δύο ελαφρώς καμπύλα κόντρα πλακέ, ώστε με δύο καθημένους να υπάρχει η αίσθηση ασφαλούς ράχης. Αλλά εμένα με κάθησαν στη μέση. Σε δυο μέρες είχα αποκτήσει δυο κάθετες κόκκινες γραμμές από τα ίχνη των δύο κόντρα πλακέ που ενδιαμέσως καθόμουνα.
Τα παιδιά μου φάνηκαν άγρια, αλλά με το πρώτο μοτοράκι που έβγαλα από τα χείλη, έπεσε το γέλιο του Μπάρνι Μπίαρ, ήτοι της αρκούδας. Το είχα βουλώσει και δε μιλούα σε άνθρωπο και ονειρευόμουνα πως ερχόταν η Δευτέρα Παρουσία και ανέβαζε σε πυρά τα άλλα παιδιά που τσιγαρίζονταν μπροστά μου. Πάντως υπέφερα χωρίς δάκρυα ― προτιμούσα να παίζω τον θεόχαζο. Μάλιστα πήγαμε εκδρομή μια μέρα σε μιαν αλάνα στην Τούμπα και έτρεξα με την ψυχή μου.
Την Κυριακή, 6 Μαρτίου, που όπως έμαθα αργότερα, εγκαινιάστηκε το Τρίτο Δημοτικό Σχολείο στα Γιαννιτσά, με πήραν τα δίδυμα εξαδέλφια μου και με ξενάγησαν στο ρέμα, που αργότερα έγινε η 3ης Σεπτεμβρίου και βάθαινε δίπλα και απέναντι στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Ολόγυρα παράγκες και καλύβια. Ήταν Κυριακή και μαζεύτηκαν πολλά παιδιά να δούμε το εθιμικό θέαμα. Ήταν ένας γέρος ερωτευμένος με την κατσίκα του, του ρίχναμε πέτρες κι αυτός μας έβριζε. Την παράλλη μέρα ήρθε ο πατέρας μου να ιδεί τον νεογέννητο αδελφό μου, χαριέστατο μωράκι κάτω από το εικονοστάσι. Η μάνα μου κατάλαβε πως κάτι με έκαιγε και έριξε ειδοποίηση στον Θοδωρή της. Εκείνος, το ίδιο απόγευμα, με πήρε βόλτα ως τον «Απόλλωνα» στην κάτω γραμμή και καταλλήλως καθοδηγούμενος, του ξέρασα τι τραβάω στο άλλο σχολείο και αμέσως μου είπε “τέρμα το σχολειό, ήταν λάθος μας, θα πας κανονικό στο καινούργιο σχολείο” και χοροπηδούσα έξαλλος από χαρά.
Το ίδιο καλοκαίρι, πήγαμε λίγες μέρες στον Σταυρό με το μωρό στις φασκιές. Της μάνα μου της ξέσκισε την πατούσα μια δράκαινα και κούτσαινε. Βρήκα κι εγώ ένα βαρέλι στα πεύκα άδειο, το έγειρα και μπήκα μέσα. Για πολλή ώρα παρακολουθούσα τους γονείς μου και πολλούς ξένους να με ψάχνουν αλλόφρονες, ώσπου βαρέθηκα και βγήκα μπροστά τους.
Τα σημάδια στην πλάτη άργησαν να σβήσουν.