Δοσοληψίες με της αυγής την κροκάτη γάζα
05-05-2021

H μετακόμιση από τα Γιαννιτσά στη Θεσσαλονίκη, το 1965, ήταν ένα φαινόμενο προσφυγικού χαρακτήρα. Διότι, πίσω και πέρα απ΄όλα, ήταν μια πράξη αστυφιλίας. Στο βάθος ήξερα πως ήταν μια πράξη άρνησης. Στο φορτηγάκι χώρεσε ένα προικιό ενδυμάτων, σεντονιών και μιας καρυδένιας τραπεζαρίας έξι θέσεων με λεοντοπόδαρα. Όλα τα άλλα θα ήταν νέα, εκτός από καμιά διακοσαριά βιβλία.

Καμία φροντίδα παράτασης των αγαθών της τετραμελούς μας οικογένειας — ο πατέρας μου πρώτος εγκατέλειψε τη συλλογή των ρώσικων γραμματοσήμων και το μεκανό που κουβάλησε από το Ιρκούτσκη. Εγώ κράτησα τα τεφτέρια των πρώτων γραπτών, αλλά πέταξα όλες τις ζωγραφικές μου απόπειρες.

Μεντιχία, Τσιρέλης, Σαμολαδού, Σαρμπάνηδες, οικογένεια Πετρίδη, οι σπιτονοικοκύρηδές μας. Κι ένα πάκο φωτογραφίες αναμνήσεων και παραθερισμών.

Μας περίμενε ένα διαμέρισμα που αγοράστηκε «από τα σχέδια» το 1961 και ήταν έτοιμο το 1964. Οι οικονομικοί όροι ήταν επαχθείς, αλλά γενικής εφαρμογής: ένα δημοσιοϋπαλληλικό δάνειο διάρκειας τριάντα ετών που ξοφλήθηκε στη δεκαετία του 90, και ο θρύλος μιας «αιματηρής οικονομίας» καθώς οι 140 χιλιάδες του ακινήτου για να συμπληρωθούν, απαιτούσαν μηνιαίες δόσεις των τριών χιλιάδων τον μήνα επί τρία χρόνια κι έπρεπε να τη βγάλουμε με το περίσσευμα δύο μισθών, άρα με 1200 δραχμές μηνιαίως.

Το διαμέρισμα έβλεπε την Ιχθυόσκαλα στο σταυροδρόμι Βασιλίσσης Όλγας-Μάρκου Μπότσαρη, είχε τέσσερα μάτια τρίτου ορόφου πάνω από ένα κοτοπουλάδικο, απέναντι το «Ρεξ», και η θάλασσα του Ομίλου. Στο διαμέρισμα είχαν περαστεί τα γύψινα και ένα καλύτερο μωσαϊκό στο χωλ, και μύριζε καναζίνα και το βιομηχανί ατλάζι της φορμάικας.

Ήμουν έτοιμος από μήνες για τον ξεριζωμό. Θα τέλειωνα το λύκειο στο Πέμπτο, επι της Κριεζώτου, και θα πήγαινα στο φροντιστήριο Σταυριανίδη, να ξεγκαβωθώ, καθώς ήθελα Πολυτεχνείο.

Κάθε καλοκαιρινό μεσημέρι, έβγαινα να γνωρίσω την πόλη. Δεν είχε ακόμη μονοδρομηθεί, από την παραλία έλειπαν πλήθος μπλόκια, αλλά ακούγονταν επίμονο συνεχώς ένα ξερό νταπνούπ καθώς έχτιζαν στην παραλία το «Μακεδονία πάλας» και φύτευαν δάσος από κολώνες στην κοιλιά του. Συνήθως κατέβαινα με το αστικό στη Διαγώνιο και περιφερόμουν έως εξαντλήσεως στην πόλη. Σε μια τέτοια κατεβασιά, αναπάντεχα, συνάντησα τον Μπίλη. Στο πάρκο της ΧΑΝΘ, περιφερόμενον επίσης ασκόπως.

Ήταν ο πρώτος φίλος μου, από το έτος 1951. Τριετής. Πήγαινα με τη μάνα μου στο σπίτι του θείου Πέτρου και της θείας Νούλας και ανταμώσαμε την κυρία Ελένη στο στενό του Ψαρρή, που κρατούσε από το χέρι ένα αγοράκι με ματοτσίνορα ωσάν λυγισμένα καγκελάκια, που μόλις κοιταχτήκαμε, εκείνος, κρύφτηκε αισχυντηλός πίσω από το μαντό της.

Ήταν ο Μπίλης, τότε Βασίλης, μαζί στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, μαζί στα Αγγλικά και υποψήφιοι αμφότεροι, ως φύλαρχοι της νεότητας, ήδη πρίν την εφηβεία, κατά το γνωστό παραμύθι: καλά παιδιά για τους μεγάλους, Μπουτς Κάσιντι εν Μπίλι δα κιντ στην απόκρυφη παιδική ζώνη.

Ο Μπίλης έβγαινε ραντεβού με την Βυζαντία από εννέα ετών και έκανε απίστευτα κόλπα με ένα σιγαρέττο, τύφλα να είχε τρέχων ήρωας του Γκοντάρ στο σινεμά. Εγώ κάπνιζα ξεκινώντας από κάτι ξεχασμένα Σάμσουν πακέτα που ηφέραμε απ΄την Πόλη το 1961 και έκρυβα εκ των πρώτων πάντα τα ένοχα σε απίστευτες κρυψάνες.

Ασεβείς, με κοινή πηγή ανεκδότων και παρτάκηδες, ως γνώστες ικανής φιγούρας από ροκανρόλες, μάμπο, μποσανόβα και τουίστ με το ένα πόδι, όταν προέκυψε ένα ταξίδι στην Αμέρικα, για την τελευταία τάξη του Γυμνασίου και ένας μήνας σε αγγλικό φροντιστήριο στο Λονδίνο, κατόπιν εξετάσεων, συνεδριάσαμε και μοιραστήκαμε τις θέσεις — αυτός θα ήταν προσωρινός πολίτης του Κοκομο, στην Ινδιάνα, εγώ αγοραστής των Lunch poems του Φράνκ ο Χάρα από το Φόυλς, στο Τσάριν Κρος.

Περπατήσαμε από την «σόμπα πετρελαίου» (όπως έλεγαν οι προχώ της εποχής το μέγαρο του Κασσάνδρα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών) κατά μήκος των ανενεργών κτισμάτων μετά το Βασιλικό θέατρο, με κατεύθυνση τον Τόττη της Ηλεκτρικής εταιρείας. Μιλήσαμε πολιτικά. Ανησυχούσε πως θα γενεί δικτατορία, πως αυτός ο Ανδρέας θα ήταν η καταδίκη του Γέρου.

Κάτω από το σπίτι του στο στενάκι, στον πίσω δρόμο για τους Ζαμίδηδες, ήταν ένα καλυβάκι από ξυλοτέξ όπου διαπράτταμε τες αλητείες μας και νοσταλγήσαμε χαμένα στο παρελθόν γεγονότα.

Επέστρεψα οίκαδε, φροντίζοντας να καταγράψω την συνάντηση καθώς έβραζε ο δεινός μήνας Ιούλιος, ο Ιούλιος της Κέρκυρας και των βασιλικών επιστολών, και ετοίμασα ένα ανεπίδοτο σχέδιο επιστολής προς τον «φίλο Βασίλη» που εντέλει σάπισε ανάμεσα στα άλλα γραπτά.

Διότι η μετακόμιση ήταν μικρογραφία της Μικρασιατικής καταστροφής για την εφηβική σκέψη, που πάντως ήταν γεμάτη από ολοζώντανους ανθρώπους που οι περισσότεροι μνημειώθηκαν μέσα στα πολύπτυχα της τελείως και καταντίπ άκαρδης πόλης.

Σε λίγο κλείνει επταετία που πέθανε.

Καθώς οι ζωές μας εμάχοντο παράλληλα στον Βάλτο των Γιαννιτσών και σε ζοφερά μαρτύρια, δεν τον έχω συμπεριλάβει στους ζώντες νεκρούς της μνήμης, αλλά στους ομιλούντες αποθαμένους της ζωής, οπότε οι διάλογοι ζωντανεύουν ωσάν σε νεκρονομικό απόκρυφο κείμενο. Ενίοτε μου μιλά, διορθώνοντας βιογραφικές και αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες.