1. Ο θάνατος ενός δικτάτορα (1999)
Συχωρέθηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, δικτάτορας. Μαζί του πήρε και την ιστορική αλήθεια. Παρακολούθησε την μεταπολίτευση εμβρόντητος. Δεν ήταν Περόν, μήτε Πινοτσέτ. Θα του έμοιαζαν περισσότερο ο Λεοναρδόπουλος ή ο Γαργαλίδης εάν το μεσοπολεμικό κίνημά τους ευδοκιμούσε. Αλλά τόσα φτάνουν και επαρκούν για τον Παπαδόπουλο. Θα ήθελα να σχολιάσω το φίδι και το αυγό του. Θα ήθελα να σχολιάσω γιατί δεχτήκαμε τον γύψο του.
Ο λαός, μετά τα Ιουλιανά, ήταν παραπλανημένος. Νόμιζε ότι βγαίνοντας στον δρόμο να διαμαρτυρηθεί, να ματώσει και να σκοτωθεί για τα βασιλικά πραξικοπήματα, την αποστασία, υπέρ της δημοκρατίας και του Γέρου της, θα είχε την υποστήριξη της πολιτικής ηγεσίας, θα υπήρχαν μηχανισμοί θωράκισης της αγωνίας του, σοβαρά πρόσωπα που τον έστελναν στο πεζοδρόμιο μετά λόγου γνώσεως.
Αποδείχτηκε ότι οι ηγέτες μάλλον θεωρούσαν τον εξεγερμένο λαό ως ασπίδα τους εναντίον των κινημάτων και των «ανησυχούντων» αξιωματικών κι όχι το αντίθετο. Θυμάμαι τον κύριο τίτλο εφημερίδας στις 20 Απριλίου: Εάν γίνει δικτατορία, θα την συντρίψει ο λαός. Αλλά δεν θα γίνει δικτατορία. Δεν θα τολμήσουν. Οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι διαφορετικές. Ο Γεώργιος Παπανδρέου θα έρθει στη Θεσσαλονίκη για την προεκλογική του ομιλία και μπροστά του θα τροχάζουν ίπποι λευκοί. Η δημοκρατία θα νικήσει.
Η δημοκρατία δεν νίκησε. Ηττήθηκε. Οι ηγέτες της πιάστηκαν στον ύπνο. Χιλιάδες νέοι πίστευαν ότι με τα τραγούδια και τα κινήματα ειρήνης θα σφράγιζαν τις κάννες των όπλων. Τα αρχεία των κομμάτων διηρπάγησαν. Δέκα χιλιάδες ζωντανοί αγωνιστές κλείστηκαν στο σύρμα. Εκατοντάδες καταδικάστηκαν στα στρατοδικεία. Αλλά δεν υπήρξε παλλαϊκή άμυνα. Δεν υπήρξε παθητική άμυνα. Ο κόσμος δεν έπνιξε την χούντα με τον όγκο του και τον περίγελό του.
Η δικτατορία δεν είχε ως πραιτωριανούς ξένους και αλλόγλωσσους μισθοφόρους. Έλληνες καταπίεσαν Έλληνες, πολλοί μάλιστα είναι σήμερα αξιοσέβαστα μέλη της κοινωνίας. Ο λαός άρχισε να βιώνει έναν νέο καημό της Ρωμιοσύνης. Οι αγρότες και οι μικροαστοί πρώτοι πρώτοι είπαν «καλά είμαστε, έχουμε ησυχία». Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, με λαμπρές εξαιρέσεις, συμβιβάστηκε.
Πάμπολλοι ηγήτορες ή ηγετίσκοι έλεγαν εκείνα τα χρόνια «να παραιτηθώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι καλύτερα να μείνω στη θέση μου μήπως και σώσω ό, τι σώζεται;». Έως την αρχή της δεκαετίας του 70, το βάρος της αντίστασης το ανέλαβε ο ήδη διασπασμένος και διαβρωμένος αριστερός χώρος. Στα πανεπιστήμια, οι καταδότες και τα διορισμένα συμβούλια δεν άντεξαν την φοιτητική πίεση μετά το 1972 και κατέρρευσαν. Αλλά έως εκεί.
Η μόνη φορά που είδα τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ήταν σε μια συγκέντρωση στο Πανεπιστήμιο. Μας είχαν υποσχεθεί ότι θα μας κάλυπταν τις παρουσίες στο πανεπιστημιακό γυμναστήριο. Έτσι κι έγινε. Χίλιοι τεμπέληδες που δεν είχαν την υπογραφή του Χρύση, και κινδύνευαν να μη δώσουν εξετάσεις, μαζευτήκαμε και ακούσαμε προσφωνήσεις και την ομιλία του. Οι περισσότεροι ακούστηκαν μετά τρία ή τέσσερα χρόνια ως αντιστασιακοί.
Σήμερα, όλα είναι διαφορετικά. Από τα δέκα εκατομμύρια Ελλήνων που ζούνε σήμερα, μόνον όσοι γεννήθηκαν πριν το 1960-62 έχουν προσωπική εμπειρία καταπίεσης, φόβου και αγανάκτησης, δηλαδή αυτοί που είναι σήμερα πάνω από 37 ή 38 ετών. Ούτε το 40% των Ελλήνων. Γι΄αυτό και πολύ λίγοι θα καταλάβουν ποιο ήταν το στρατηγικό πλεονέκτημα που κέρδισαν οι Έλληνες από την δικτατορία:
Μάθαμε να αναγνωρίζουμε και να γνωριζόμαστε.
Μέσα σε ελάχιστα χρόνια καταφέραμε να εντοπίζουμε τους χαφιέδες, τους παραληρηματικούς, τους τιμίους και κουτούς, τους αχμάκηδες και τους προοδευτικούς. Μάθαμε την μαγεία της κοινότητας απόψεων μέσα από τα ακροατήρια και τα θεατρικά έργα, όταν κάποιος έλεγε εμφατικά τη λέξη «ελευθερία» και μας γέμιζε χαρά και πείσμα. Μάθαμε το γκρίζο, ζούσαμε στο μεταίχμιο, αφήσαμε τις διαφορές μας για το μέλλον. Ενωθήκαμε με τον καιρό, χιλιάδες χιλιάδων και οδηγηθήκαμε από τον φόβο και την απάθεια, στην εγρήγορση και στη δράση. Αποκοπήκαμε από συγγενείς, από φίλους και περιβάλλοντα, βρήκαμε νέες φωλιές, αποκτήσαμε σαρκασμό και περίσκεψη.
Κι όταν ήρθε η μεταπολίτευση, κατά τα αιώνια και απαρασάλευτα, αποχουντοποιήσαμε τους άσχετους και αφήσαμε τους ιδεολόγους της δικτατορίας απείραχτους. Συνέβαλε ούκ ολίγον και η ιδρυματοποίηση της όποιας αντίστασης, η συνύπαρξη συντηρηρικών και ριζοσπαστών στο ίδιο κόμμα, η υποχρεωτική «δημοκρατική» θεσμοθέτηση της επταετίας ως ένα σύμφυρμα
ΕμείςΤραγουδάμεΚιΕσείςΣκοτώνετεΚαραμανλήςΗΤάνκςΣταγονίδιαΑριστεροΧουντισμός
Και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν ήδη λησμονημένος, δηλαδή νεκρός, όταν πέθανε. Κρίμα που μαζί του πήρε την κηδεία του Γέρου, την κηδεία του Σεφέρη, τα λαμπερά μάτια των φυλακισμένων, την φοιτητική ζωντάνια, το συνωμοτικό βλέμμα, την εγκάρδια συμφωνία. Μας είχε ενώσει όλους εναντίον του. Χωρίς τουρκοκρατία, δικτατορία, χωρίς καταπίεση και έξωθεν επιβολές, είμαστε καταδικασμένοι να τσακωνόμαστε σαν παιδάκια σε αδέσποτη αυλή.
2. H μεγάλη κενή ελπίδα (2000)
Θυμάμαι τον Σπύρο Μαρκεζίνη σε προεκλογικό μπαλκόνι των Γιαννιτσών. Τον άκουγαν προσεκτικά εκατό πολίτες με ρεπούμπλικα.
Ήταν ο μάγος της υποτίμησης.
Είπε τρεις φορές «την επαύριο των εκλογών που θα είμαστε κυβέρνηση». Ακόμη και τότε, 1958, τον θεωρούσαν ως ιδιότυπο πασπαρτού. Τα ανοίγματά του στη Σοβιετία, ο φιλοβασιλισμός του που τον είχε οδηγήσει σε ενδοσυντηρητική ρήξη, ο δυναμισμός των νεολαίων που καθοδηγούσε, τον έκαναν ένα είδος μεταπολεμικού Θεοτόκη.
Μπορεί κανένας να μη του έδινε μεγάλη εκλογική τύχη, αλλά του αναγνώριζαν μια ευχέρεια ρυθμιστή, ενδιαμέσου, πολιτικής εμπειρίας. Οι πολίτες του 50 τον έβλεπαν με ενδιαφέρον.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια, εμφανώς γηρασμένο, τον κοροϊδεύαμε και τον περιφρονούσαμε ενόσω δοκίμαζε γεφυρικές συνδιαλλαγές μεταξύ χούντας και πολιτικού κόσμου. Μέσα από την φοιτητική κάψουλα, οι Μαρκεζίνηδες εφάνταζαν ως υποτελή αναξιόπιστα όντα. Ο φυσικός του θάνατος, άφησε τους νεολαίους του σαστισμένους εβδομηντάρηδες. Η ανανέωση και οι τομές που ευαγγελίστηκε μηδαμώς παραγματοποιήθηκαν.
Βέβαια, παρατήρησα πως με εξαίρεση τον Γιώργο Οικονομίδη που πλήρωσε τα τηλεοπτικά της επταετίας με απόλυτη σιωπηρή τιμωρία που κράτησε έως τον θάνατό του και τον Σπύρο Μαρκεζίνη που ακυρώθηκε επίσης εν σιωπή, πάμπολλοι επώνυμοι και ιδιώνυμοι τότε, ξακουστοί, έκαναν πιο δραστικά πράγματα στην επταετία, αλλά δεν επιτιμήθηκαν. Μήτε η διάσημη ηθοποιός που τσούγκριζε το ποτήρι της με τον Ιωαννίδη, μήτε ο διάσημος αρχαιολόγος που έγραφε διάφορα στο τεύχος «Η πνευματική ηγεσία δια την 21ην Απριλίου», μήτε ο πνευματικός ταγός που κρατούσε μια πύρινη στήλη στον «Ελεύθερο Κόσμο», για να περιοριστώ σε ελάχιστα επιφανή παραδείγματα, δεν γνώρισαν την ώρα της θανής τους, περιφρόνηση και απαξιωτικές δηλώσεις. Απεναντίας, θρηνήθηκαν.
Λοιπόν, η αδέκαστη πένα της ιστορίας για ποιους είναι αδέκαστη; Ο Μαρκεζίνης ήταν ο μοναδικός πολιτικός που συνομιλούσε με τους δικτάτορες; Οι φοιτητές τότε είχαν διορισμένα διοικητικά συμβούλια από παγοπώλες; Ολόκληρη η κοινωνία δεν είχε εμποτιστεί από τη νοοτροπία «άσε, καλά έχουμε την ησυχία μας;» Τον ύμνο για το Σύνταγμα του 1968 τον τραγουδούσε παρατυχών βοσκός; Σε μια γιορτή στο Στάδιο, εθνωφελή, μήπως τραγουδούσε και κάποιος διαχρονικός βάρδος; Η Ελλάδα μεταξύ 1967 και 1974 δεν είχε ψυχαγωγία, τρελές βραδιές, τουρισμό και προβεβλημένους καλλιτέχνες, προβεβλημένους από το τότε κράτος;
Καλά που τα ρίξαμε, όλα τα μείον, στον Μαρκεζίνη και στους υπόλοιπους στιγμιαίους. Η Ελλάς δεν ήταν υπεύθυνη για την δικτατορία της. Ήταν μερικοί άφρονες αξιωματικοί και το παρακράτος. Με τέτοια να χτίζουμε την ιστορία μας και καλό χρηματιστήριο.
3. Η επέτειος των γελοίων (2014)
Μ΄ενα ούτι φτιαγμένο στη Σμύρνη
στ άλογο επάνω, τα χωριά προσπερνώ
ανθρωποι σκιαγμένοι προσπερνάνε και φεύγουν
σκυλιά φαρμακωμένα στο δρόμο.
Πάω στο καστέλλι του άρχοντα Βαγή
κουρελής κι ξαρμάτωτος σαν καλάμι,
ό, τι είχα τό ΄χασα προχτές Παρασκευή
Εικοστή πρώτη Απριλίου, γατάκια, είναι μια επέτειος-μαϊμού, που οι περισσότεροι την λένε και «μαύρη». Ως εικός, και εν συμφωνία με όλα τα νεοελληνικά θέσμια, άλλο θυμόμαστε, άλλο μας λυπεί και άλλο εκφράζουμε.
Θυμάμαι την μάνα και την θεία μου με πόση περιφρόνηση λοιδωρούσαν τον θείο μου τον Στέργιο, τουπίκλην Κάβουρα, επειδή εκ των πρώτων ζήτησε να ενταχθεί στους συνταξιούχους της Αντίστασης, επειδή αποδεδειγμένα γλύτωνε κρατουμένους από το Παύλου Μελά και μάλιστα τον είχαν τιμήσει και άλλες χώρες για την συμβολή του. Ήταν έξαλλες που τόλμησε να ζητήσει αντίδωρο, επειδή έκανε το πατριωτικό του καθήκον.
Απεναντίας, η πρώτη πράξη συσπείρωσης με την πτώση της χούντας ήταν η δημιουργία ενός ΣΦΕΑ (Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974). Όπως είχαν τέτοιες συσπειρώσεις οι εγκαταλειφθέντες τραμβαγιέρηδες και οι «καστρόπληκτοι» της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης.
Η εικοστή πρώτη Απριλίου λοιπόν, τουφίτσες μου χαριτωμένες, επειδή ως αδίκημα θεωρήθηκε στιγμιαίο, άρα οι συνεργάτες, οι όμαιμοι, οι συνεταίροι, οι εκφωνήσαντες πανηγυρικούς και οι γαλίφηδες των επαγγελματικών ευκαιριών, ήταν αθώες περιστερές, υποτίθεται ότι τιμωρήθηκε ως έμπνευση αλλά όχι ως διαστροφή και ξενέρωμα της πολιτικής ζωής.
Διότι οι «στιγμιαίοι» άρα απαλλαχθέντες συνεργάτες και συνομιλητές της δικτατορίας, έγιναν δεκτοί σε κόμματα, πήραν αξιώματα και συνέχισαν τον βίο τους, ακόμη κι σήμερα. Την πλήρωσαν σημειακά μόνον ελάχιστοι, όπως ο Γιώργος Οικονομίδης, ο Φώτης Δήμας και άλλοι περιφερειακοί. Όχι, οι μύστες των εορτών της δικτατορίας έως σήμερα, την έχουνε τυλώσει μια χαρά.
Κώνστας Τζαγκρής, καλό παιδί του Ιπποδρόμου
αρματηλάτης Ρούσιος, ηγέτης στο κόμμα
αποχωρεί της υπηρεσίας πικραμένος
πνιγμένος στην μυριόστομη φωνή:
“Κώστα είσαι γκόμενα, γκόμενα, γκόμενα. . . “
Το αίτημα αλλαγής των δομών της χώρας ήταν επιτακτικό το 1974. Η χώρα χρειαζόταν νέο σύνταγμα, ευρύτατη αποκεντρωτική διοίκηση που να έφτανε στον φεντεραλισμό, άμεση ειρήνευση με όλους τους γείτονες, και κυρίως την δημιουργία ενός νέου, μη ψυχροπολεμικού και μη εθνικιστικού προσανατολισμού. Και τα αντίθετα να μου υποστηρίξετε πως ήθελε, δεν πρόκειται να διαφωνήσω, επειδή πάνω απ΄όλα ήθελε λίγους και τρανταχτούς νόμους.
Ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης δεν θα χρειαζόταν να εκτελεστούν από τους εσμούς και τους συνδυασμούς πρακτόρων και ειλικρινώς δρώντων αριστεριστών. Ο Μάλλιος έπρεπε να έχει ένα πράγμα από την Πολιτεία: το δικαίωμα να ζητιανεύει στην στάση «Ευαγγελισμός». Χωρις κλήρο, χωρίς σύνταξη, χωρίς περιουσία. Έτσι δρα ένα πολίτευμα που επιθυμεί να μακροημερεύσει χωρίς τσαλίμια και διακρίσεις.
Στα Μικρασιατικά, εκτελέστηκαν οι Εξ. Στα πραξικοπήματα του Μεσοπολέμου, μένεις εκστατικός στην σταλαγμιαία χρήση της Δικαιοσύνης. Κανένας ιδιοκτήτης και διαχειριστής ιδιωτικού στρατού δεν έπαθε το παραμικρό, ακόμη κι αν εκτελούσε τον Ίωνα Δραγούμη ή τις «βουλγαρικές αρκούδες» (τ.ε. τους απελευθερωμένους Μακεδόνες). Είτε για να σωθεί είτε για να καταστραφεί ο Θρόνος γινόταν ανυπόφορες τράμπες και εξαγνισμοί.
Και αυτά τα ζούμε και σήμερα, για παράδειγμα επαναλαμβάνοντας το φλερτ μιας ειδικής δεξιάς με την ειδική ακροδεξιά, μια διαδικασία που έρχεται από τον καιρό της φοβικής αντισημιτικής Θεσσαλονίκης του δημοκρατικού μας Βενιζέλαρου του 1928.
Ντρέπομαι για τις ανακοινώσεις περί Δημοκρατίας που μας περιμένουν σήμερα. Ανακοινώσεις που κρύβουν τα αρχεία της ΕΣΑ, τους διηνεκείς εκβιασμους και τις σπιλώσεις πολιτών.
Υπήρξα άνθρωπος νομιμόφρων, που συνέβαλε στην παγίωση του σημερινού πολιτικού συστήματος. Κι οπως όλοι οι προσκυνημένοι, ανήκω στην σέχτα των διασκεδαστών που απο ιδιοσυγκρασία ξέρουν να υμνήσουν, αλλα σπανίως σκέφτονται τι υμνούν…
Το μόνο που ελπίζω, είναι να διαθέτω άφθονο χρόνο μεταμέλειας, μετάνοιας, καταλλαγής και της ρίψης ενός μπουκαλιού στη θάλασσα, δηλαδή σε αυριανούς αναγνώστες που είναι καλό να ξέρουν μέρος της αλήθειας που εφηύρα για χάρη τους.
Το μόνο μήνυμα που μπορώ να φωνάξω σε αυτές τις μάγκες των ψευταράδων είναι πως η αλήθεια επινοείται μόνον για να χαθεί, η δικαιοσύνη υπάρχει έως την υλοποίηση της υπέρτατης εγκληματικής πράξης και πως ο νέος που όλοι τον θεωρουμε καραμαλάκα, είναι πολύ μεγαλυτερη ελπίδα από τον γέροντα που αποφάσισε να ξεστομίσει τις αλήθειες του ως κατάθεση ψυχής και άλλα ανατριχιαστικά.
Για την κατάσταση σας λεω και για τη σκλαβιά
γιά τη σουπιά τη μαύρη λεω και τη μπαμπεσιά
στην επικράτεια δε φαίνεται αστροφεγγιά
ενέργειες άσκοπες τη φέρανε στη λησμονιά
για να ρθει πάλι καλοκαίρι και παρηγοριά
θέλει μολότοφ στό να χέρι, στ άλλο τη γροθιά
(Αντί άλλης εικονογράφησης λάβετε ολιγα στιχάκια που ήγραψα στα χρόνια της δικτατορίας, που επιτείνουν την διάθεση απώλειας και άγχους αλλά διδάσκουν πως παράγονται οι ηρωισμοί και οι σάλτσες, Τσιτσάνη μου… )
4. Και η ζωή στο χωριό στη δικτατορία; (2014)
Τα χωριά η δικτατορία τα πέτυχε με την μετανάστευση στο φουλ, με την καταπίεση ήδη ακμάζουσα από την περίοδο 1958-1967 και άφθονο υλικό για παραπάνω καταπίεση σε βάρος νέων ανδρεϊκών νέων και της μαζικής αστυφιλίας που γέμισε τις παρυφές των πόλεων με αγρότες που αγωνίζονταν να γίνουν εργάτες ή υπάλληλοι.
Υπήρχαν ακόμη εξόριστοι στη χώρα. Η αριστερά είχε περισταλεί. Συνεννοήσεις ανάμεσα σε περιβάλλον του «Γέρου της Δημοκρατίας» (μη γελάτε ακόμη) και του Κανελλόπουλου, ήταν στο ήξεις αφήξεις.
Χωριατόπουλα μπορούσαν ακόμη να πάρουν δίπλωμα για επάγγελμα και άδεια οδήγησης βαρέων οχημάτων από τον στρατό. Οι επαρχιώτες, όπου και όπως μπορούσαν, έβαζαν μέσο, ιδίως η φτωχοί ή οι φοβισμένοι και τα παιδιά τους που έμπαιναν στο πανεπιστήμιο και δεν ήταν άπορα, οπότε διεκδικούσαν φαγητό στη Λέσχη και διαμονή στις Εστίες, προσκολλούνταν στο συσσίτιο των ενστόλων της Χωροφυλακής, όπως στη Σαλονίκη στον όρχο της Τροχαίας Πρίγκηπος Νικολάου και Βασιλίσσης Σοφίας.
Οι γονείς το προτιμούσαν για να μη μπλέξουν τα παιδιά τους.
Το 1967, οι επιζώντες της περιόδου Μεταξά ήταν πάρα πολλοί. Οι γεννημένοι το 1917, εικοσάρηδες το 1937, ήταν ακμαίοι πενηντάρηδες (και γονείς) το 1967.
Οι φοιτητές έμπαιναν με πιστοποιητικό κοινωνικων φρονημάτων, ακόμη και αυτοί που εμφανίστηκαν σε διάφορες αριστερές σέχτες και γκρούπες το 1971 και εφεξής. Επίσης είχαν μικρή αλλά επιδραστική δύναμη οι του Κ4Α (κόμματος τετάρτης Αυγούστου)που πλακώνονταν με τους Λαμπράκηδες.
Τα δυο πρώτα χρόνια της δικτατορίας δεν έβρισκες παρά τέως Λαμπράκηδες, που αγωνίζονταν να επιβιώσουν σε ευκαιριακές δουλειές κι αυτά στις μεγάλες πόλεις.
Στα χωριά, οι περισσότεροι νοσταλγούσαν την εποχή του Μεταξά. Μιλούσαν για την υπέρ της αυτάρκειας εκστρατεία (φυτέψτε σιτάρι και στις γλάστρες) ενώ επαινούσαν μια σειρά μέτρων υπέρ της υπαίθρου.
Όποιος θέλει λεπτομέρειες, ας δει προχείρως το Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, του Μαζάουερ, ΜΙΕΤ 2009, όπου παρά την επιτροχάδην περιγραφή της περιόδου 1936-40 και την μάλλον βιαστική κατάληξη πως «υπάρχε καταπίεση» ο συγγραφέας δεν έχει βρει το παραμικρό στον ελληνικό αγροτικό χώρο.
Οι νέοι της Μεταξικής περιόδου, που επέλεξαν την βασιλική παράταξη στον Εμφύλιο, ήταν οι βασικοί υπερασπιστές κάθε παρέκκλισης από τον κοινοβουλευτισμό και οι πρώτοι που συμφωνούσαν ότι η Βουλη παρουσίαζε ένα αποτρόπαιο θέαμα.
Στα χωριά, η χούντα είχε εύκολο έργο. Η κατασκευή ασφάλτων, συχνά σε παλαιές χαράξεις και η ηλεκτροδότηση του συνόλου της χώρας σχεδιαστηκαν και υλοποιήθηκαν γενικά. Η εκρηξη χαράς ήρθε με το χάρισμα των αγροτικών δανείων που έδεσε τα χωριά, ειδικά τα παραγωγικά και γεωργικά, με την δικτατορία.
Ο τουρισμός συγκεκριμένου τύπου, η ασπρόμαυρη τηλεόραση που ξεκίνησε εμπορικά απο το τέλος του 1968 και έως το 1973 τα περισσότερα σπίτια διέθεταν μια συσκευή, ολοκλήρωσαν την γενική εικόνα της χώρας.
Ο πολύς κόσμος άρχισε να πιστεύει τυφλά τις ειδήσεις στις τηλεοράσεις όπου ο λέξεις Γιώργος Σεφέρης, Συμβούλιο της Ευρώπης και Βαν Ντερ Στουλ σήμαιναν κάτι παραπάνω από κάτι αντεθνικώς σιχαμερό.
Σήμερα δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε ότι η επιστολή Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον πρωθυπουργό της δικτατορίας Κόλλια, περιέχοντας το «ανεξαρτήτως, όμως, των αιτίων, τα οποία οδήγησαν εις την εκτροπήν, βέβαιον είναι ότι τα ίδια αυτά αίτια προσδιορίζουν και την αποστολήν της. Αποστολήν, η οποία συνίσταται εις την εξυγίανσιν της δημοσίας μας ζωής και την ταχείαν αποκατάστασιν της Δημοκρατίας επί βάσεων ασφαλεστέρων. Υπό την έννοιαν δε αυτήν και μόνον την εστήριξε ο στρατός, την υπεδέχθη η κοινή γνώμη και την ηνέχθησαν εκείνοι, οι οποίοι ηδύνατο εγκαίρως να αντιδράσουν. Πάσα παρεξήγησις επ’ αυτού θα απετέλει βαρύτατον ιστορικόν σφάλμα” όχι μόνον καθόρισε μακροπρόθεσμα τη στάση της δεξιάς στην πολιτική εκτροπή, αλλά και οι καραμανλικοί αγρότες του «έ-έ-έρχεται» δεν είχαν λάβει από αυτά κάποια οδηγία να ανησυχήσουν.
Τελειώνω.
Σημαντική γιά την επικράτηση των αποψεων της δικτατορίας ήταν η πολύ απλή γλώσσα, τα τοπόσημα, τα λαϊκά θεάματα, το ότι γνωστοί δημιουργοί έγραφαν λχ στον «Ελεύθερο Κόσμο» του Σάββα Κωνσταντόπουλου και όλο το δημόσιο είχε ειδικούς ελεγκτές οι οποίοι μετά την πτώση της δικτατορίας απλώς επέστρεψαν στις θέσεις τους.
Όταν ο Μαρινάτος βρίσκεται στο ρόστερ της «πνευματικής ηγεσίας για την 21η Απριλιου» μην πολυβασανίζετε το ζήτημα.
Ποτέ οι δεξιές αντιλήψεις δεν ήταν μειοψηφικές στη χώρα μετά τον Εμφύλιο. Κι όποιος θέλει το χωνεύει και προχωρεί.
Αλλά όχι και να θεωρούμε τον συστημικό δικομματισμό ως μάχη μεταξύ Φωτός και Σκότους, όπως αρκετοί του ενός κόμματος ζήτησαν να δουλέψουν φασόν κάποιες προπολεμικές ελπίδες που κάηκαν νωρίς.
Να ξυπνήσουμε και να αντιληφθούμε πως οι συντηρητικές ιδέες υπερτερούν αριθμητικά και στον χώρο των «παραδεδεγμένων πεποιθήσεων» και να μην πουλάμε στο πόπολο ψευδαισθήσεις μιας «προοδευτικής ανέλιξης» και πως δήθεν η Αριστερά κατάφερε να επικρατήσει “πνευματικώς” και άλλες αηδίες.