Διανυκτέρευση στο 4ο Α.Τ.
03-10-2019

Περασμένα μεσάνυχτα επέστρεφα στο σπίτι μου, ούτε θυμάμαι τώρα από που. Έμενα τότε στην γωνιακή πολυκατοικία Στουρνάρη και Γ΄ Σεπτεμβρίου 35 και παρότι το διαμέρισμα ήταν ψηλά στον 7ο όροφο, ο ήλιος δεν το ΄βλεπε και τόσο. Στο δε καθιστικό έπρεπε μέρα μεσημέρι να καίει η λάμπα, καθόσον και τα δυο παράθυρά του έβλεπαν στον φωταγωγό. Μόνο κατά τις απογευματινές ώρες έμπαινε φως από την μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου και ο ψιλόλιγνος φύκος, το μοναδικό φυτό του μπαλκονιού, εύρισκε την ευκαιρία να απολαύσει κάπως τις ευεργετικές ακτίνες του δύοντος ηλίου. Κατά τους χειμερινούς μήνες το διαμέρισμα ήταν κανονικό ψυγείο, το δε καλοκαίρι αντίθετα ψηνόσουν από την ζέστη. «Τι ωραίο το καινούργιο σου σπίτι, σκέτη αετοφωλιά», είχε σχολιάσει εύστοχα ο Γιώργος Ιωάννου όταν με επισκέφτηκε για πρώτη φορά εκεί και μοναδική δυστυχώς, λίγο προτού χαθεί τόσο αδόκητα. Ήταν πράγματι σαν αετοφωλιά, με όλα τα συν του μεγάλου ύψους, αλλά και τα πλην μιας παλιάς κατασκευής, κάπου εκεί γύρω στο ΄50 την τοποθετώ. Το είχα ενοικιάσει προσωρινά υποτίθεται κι έμεινα οκτώ χρονάκια, για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας ήταν το πολύ χαμηλό ενοίκιο και ο άλλος ότι βρισκόταν στην καρδιά του Κέντρου, κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα. Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του το μετέπειτα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, ελάχιστοι ήταν οι αλλοδαποί στην χώρα μας. Το τείχος του Βερολίνου ή του «αίσχους» αν προτιμάτε, βρισκόταν ακόμη στην θέση του. Κάτι λίγοι εργάτες από την Λιβύη ή την Αίγυπτο υπήρχαν, μαζεμένοι και προσεκτικοί. Και πολλές κοπέλες ως οικιακές βοηθοί από τις Φιλιππίνες. Αλλά κι αυτές δεν τις έπαιρνε εύκολα το μάτι σου. Ήταν χωμένες βαθιά στα κάτεργα των βορείων προαστείων. Οι ανερχόμενοι νεόπλουτοι και πρώην μικροαστοί ήθελαν βλέπεις και φθηνό υπηρετικό προσωπικό.

Σαββατόβραδο, ξημερώματα Κυριακής μάλλον, επέστρεφα στο σπίτι μου λοιπόν, μόλις δυο βήματα από την Ομόνοια, έχοντας αγοράσει από τους υπαίθριους πάγκους, κατά την πάγια συνήθειά μου, τις Κυριακάτικες εφημερίδες. Τις κρατούσα υπό μάλης κι ονειρευόμουν ο έρμος να τις ξεφυλλίσω σε λίγο κατ΄ οίκον με την ησυχία μου. Όταν ξαφνικά ένα διερχόμενο πλάσμα εξαίρετης ομορφιάς με υποχρέωσε άθελά του να κοντοσταθώ και ν΄αρχίσω να το χαζεύω. Έκοψα όπως λένε οι οδηγοί ταχύτητα και βάλθηκα να το παρατηρώ εξ αποστάσεως ασφαλείας. Ήταν χάρμα οφθαλμών, στην ηλικία μου περίπου, ίσως δυο – τρία χρόνια νεότερος. Κάπως μελαμψός στο δέρμα, με ρούχα ελάχιστα λόγω της μεγάλης ζέστης –πύρωνε ο Ιούνιος και τις νύχτες μας ακόμη, παρότι ήταν στις αρχές του- που όμως τα λιγοστά αυτά ρούχα και μάλλον φτωχικά, επέτρεπαν στα άπληστα μάτια μου να διακρίνουν με άνεση τα σφιχτά καλογυμνασμένα μέλη καθώς διαγράφονταν στην κάθε τους βασανιστική λεπτομέρεια. Απορροφημένος εντελώς, ανίκανος για κάθε διακριτικότητα ή προσχήματα, τον χάζευα απ΄ την κορυφή ως τα νύχια. Ανυποψίαστος εκείνος για την γεναιοδωρία της φύσης στο πρόσωπό του καθώς και για την παρουσία μου, προχωρούσε αργά μ΄ ένα αδιόρατα συνεσταλμένο βήμα προς την κατεύθυνση του πάλαι ποτέ καφενείου «Το Νέον», που τόσο εξαίρετα αποτύπωσε ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Και τότε έκανα θυμάμαι την σκέψη, πως ο άνθρωπος αυτός ήταν προφανώς ξένος στον τόπο μας, παιδί μιας άλλης πατρίδας. Αφού με προσπέρασε αδιάφορος, ήμουν έτοιμος να τα μαζέψω και να του δίνω, όταν αίφνης κοντοστάθηκε κάπως, έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος μου κι αφού με κοίταξε για λίγο διερευνητικά, θέλοντας προφανώς να εξετάσει πιο προσεκτικά την περίπτωσή μου, να δει καλύτερα ίσως τι μέρος του λόγου είμαι, μήπως και καταλάβει επιτέλους γιατί τον έχω φάει με τα μάτια μου, απρόσμενα εντελώς μου έστειλε ένα ζεστό χαμόγελο όλο σημασία. Και, ω του θαύματος, είχε πάρει μια έκφραση τρυφερής οικειότητας η μορφή του, ενώ στο βλέμμα του διέκρινα να διαγράφεται η συναίνεση. Μπορούσα να διαβάσω ξεκάθαρα στην ματιά του την ίδια με την δική μου επιθυμία. Τι αφελής που νόμιζα, πως τόσην ώρα δεν με είχε πάρει είδηση!

Προχωρήσαμε ταυτόχρονα πρός το παρακείμενο «Κατάστημα Νεωτερισμών». Η βιτρίνα του, φορτωμένη όλη από επάνω έως κάτω με κάτι ρουχαλάκια δεύτερης ποιότητας για εργατικούς, έκανε μια μεγάλη εσοχή, που παρά τον υπερβολικό φωτισμό της, ήταν τόσο κατάλληλη και προστατευτική για το αρχικό ξεμονάχιασμα και τις πρώτες κουβέντες. Δεν χρειαζόταν να πούμε και πολλά. Έφθανε ένα όνομα -το μικρό συνήθως ήταν αρκετό- και που θα πηγαίναμε για τα περαιτέρω. Πριν προλάβουμε να πάρουμε τον δρόμο για το σπίτι μου, μας την έπεσε η αστυνομία. Δύο ένστολοι είχαν πλησιάσει χωρίς να το αντιληφθούμε και ζητούσαν ταυτότητες. Έβγαλα από την τσέπη την δική μου και την έδωσα. Την κουβαλώ ανελλιπώς, την έχω πάντοτε επάνω μου σε κάθε έξοδο από το σπίτι, ακριβώς για μια τέτοια περίπτωση ξαφνικής εξακρίβωσης στοιχείων. Ο Φερχάτ εξ Αιγύπτου δεν είχε ταυτότητα να τους δείξει, ούτε και κάποιο άλλο σχετικό έγγραφο που να πιστοποιεί ποιος είναι. Με ρώτησαν ποια είναι η σχέση μας και τι συζητούσαμε. «Δεν γνωριζόμαστε, απλώς μου ζήτησε να του εξηγήσω πως θα πάει στην πλατεία Συντάγματος κι αυτό ακριβώς έκανα», δικαιολογήθηκα. «Ακολουθείστε μας μέχρι το τμήμα», πρόσταξαν τα όργανα της τάξεως σε τόνο αυστηρό. «Για ποιο λόγο, αφού σας έδειξα ταυτότητα, τα στοιχεία μου τα έχετε. Αν είναι έτσι, τότε δεν χρειάζεται να την έχω μαζί μου», τόλμησα, ως ενημερωμένος πολίτης που γνωρίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιωματά του, να διαμαρτυρηθώ. «Άντε ρε πήγαινε από ΄δω, που θα σου δώσουμε κι εξηγήσεις. Εμπρός, περπάτα τώρα», ήλθε η «κομψή» απάντηση της εξουσίας να με προσγειώσει άσχημα. Και ήμασταν ακόμη στην αρχή…

Στο αστυνομικό τμήμα, έφαγα την πρώτη κατραπακιά. Ο ένας εκ των δύο, ο πιο μάγκας υποτίθεται, αφού άρχισε να ουρλιάζει και να λέει ότι δήθεν τον έβρισα και του επιτέθηκα –έδειχνε μάλιστα και το κτυπημένο υποτίθεται μπράτσο του στους παριστάμενους συναδέλφους του, που βεβαίως ούτε αμυχή δεν είχε– μου σβούριξε μια ξανάστροφη. Στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας κατάλαβα ότι είχα μπλέξει άσχημα. Επειδή η μόνη κατηγορία που πολύ θα ήθελαν υποθέτω να μου προσάψουν, περί προσβολής της δημοσίας αιδούς και δεν συμμαζεύεται, δεν μπορούσε να σταθεί ελλείψει στοιχείων σε βάρος μου, κατασκεύασαν ένα κατεβατό από άλλες ιδιαίτερα αξιόποινες πράξεις, όπως αντίσταση κατά της αρχής, περιϋβριση αρχής, επίθεση κατά της αρχής και ελαφρά σωματική βλάβη. Ο πιο «μάγκας» λοιπόν μου έκανε την μηνυτήρια αναφορά και ο άλλος την συνυπέγραψε ως μάρτυρας του συμβάντος. «Με τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί», δηλαδή, όπως συνήθιζαν να λένε παλιότερα. Και άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας… Ακολούθως οδηγήθηκα στο κρατητήριο του 4ου Α. Τ. , έναν χώρο τεσσάρων το πολύ τετραγωνικών μέτρων, όπου «εφιλοξενούντο» μέσα σε μιαν αποπνικτική ατμόσφαιρα καμιά τριανταριά άτομα, ο ένας επάνω στον άλλον. Μου ζήτησαν να αφαιρέσω τα κορδόνια από τις μπότες που φορούσα και να τα παραδώσω μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά μου αντικείμενα. Μέχρι την Δευτέρα το πρωί που θα περνούσα «αυτόφωρο» θα έμενα έγκλειστος εκεί. Την είχα πατήσει πολύ άσχημα. Ζήτησα να τηλεφωνήσω στον αδελφό μου.

Το δυσάρεστο νέο κυκλοφόρησε αμέσως. Τα μηνύματα συμπαράστασης των φίλων και των συναδέλφων μου στο περιοδικό «ΚΛΙΚ» όπου εργαζόμουν, έφταναν συνεχώς στο κελί μου. Ο ίδιος ο Πέτρος Κωστόπουλος ζήτησε να μεταδίδεται η είδηση της παράνομης σύλληψής μου από τον σταθμό του «KLIK FM». Ο Γιώργος Πανόπουλος και η Σοφία Κιντή, ο Γιάννης Νένες και ο Νίκος Μουρατίδης ανταποκρίθηκαν με το παραπάνω. Η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» απαιτούσε δημόσια εξηγήσεις από τον αρμόδιο αστυνομικό διευθυντή. Το «ατυχές συμβάν» πήρε μεγάλες διαστάσεις. Παρ΄ όλα αυτά την Δευτέρα το πρωί οδηγήθηκα από το κρατητήριο του 4ου Α.Τ. της Ομόνοιας στην Γ.Α.Δ.Α. της λεωφόρου Αλεξάνδρας κι από εκεί στα δικαστήρια της Ευελπίδων σιδεροδέσμιος. Ένιωθα το λιγότερο σεσημασμένος του κοινού ποινικού κώδικα, ένας απαίσιος κακούργος με τις περασμένες στα χέρια μου χειροπέδες, τα περίφημα «βραχιολάκια». Όταν βρέθηκα μπροστά από την Έδρα του δικαστηρίου πληροφορήθηκα πως, για κακή μου τύχη, ο δικηγορικός σύλλογος της Αθήνας είχε κηρύξει από μέρες απεργία διαρκείας του κλάδου και συνεπώς δεν μπορούσε να προχωρήσει η εκδίκαση της υπόθεσής μου, χρειαζόμουν απαραιτήτως νομική εκπροσώπηση. Κινδύνευα έτσι, μέχρι την λύση της απεργίας, να επιστρέψω επ΄ αόριστον πίσω στο κρατητήριο. Ευτυχώς εγγυήθηκε για μένα στον Πρόεδρο της Έδρας ότι «δεν είμαι ύποπτος φυγής» ο καλός φίλος μου και δικηγόρος Σταμάτης Νικολιός –θεός σχωρέστον– επικαλούμενος μεταξύ άλλων την βαριά ασθένεια της μητέρας μου –ήταν τότε στα τελευταία της- κι έτσι αφέθηκα επιτέλους ελεύθερος να επιστρέψω στο σπίτι μου, περιμένοντας πότε θα οριστεί η επόμενη δικάσιμος.

Η δίκη αναβλήθηκε αρκετές φορές. Απουσίαζαν σταθερά οι δύο αστυνομικοί, οι βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, στους οποίους το δικαστήριο επέβαλλε κάθε φορά ένα χρηματικό πρόστιμο. Είχαν προφανώς αντιληφθεί ότι δεν θα έχαφταν τόσο εύκολα τους ισχυρισμούς τους οι δικαστές κι ας ήταν όργανα της τάξεως οι μηνυτές μου. Το κατηγορητήριο σε βάρος μου ήταν όλο κατασκευασμένο από τους ίδιους. Την νομική εκπροσώπησή μου είχε αναλάβει το δικηγορικό γραφείο του Νίκου Κωνσταντόπουλου. Επικουρικά μπήκαν στην υπόθεση για να βοηθήσουν και τα δύο πρωτοξάδελφα Θοδωρής και Άκης Γιαννατσής, δικηγόροι άξιοι και καλοί φίλοι μου. Την τρίτη ή την τέταρτη φορά της εκδίκασης ζητήθηκε από τον Θοδωρή να μην δοθεί εκ νέου αναβολή, αλλά να προχωρήσει η διαδικασία, παρότι δεν είχαν προσέλθει και πάλι οι κατήγοροι. Όπερ κι εγένετο. Κατά την απολογία μου ρωτήθηκα από τον Πρόεδρο αν όντως είχα καλέσει τον άλλον συλληφθέντα, τον Φερχάτ εξ Αιγύπτου για καφέ στο σπίτι μου, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει στην κατάθεσή του και που εγώ βεβαίως την αγνοούσα. «Α, τον μπάσταρδο, τα ξέρασε όλα στους αστυνομικούς για να τον αφήσουν ελεύθερο», σκέφτηκα. «Όχι κύριε Πρόεδρε, δεν τον κάλεσα για καφέ. Αυτό σας το υπογράφω!», του απάντησα διφορούμενα, πλην την αλήθεια λέγοντας… Κι από μέσα μου συμπλήρωσα: «Για άλλο τον κάλεσα στο σπίτι μου, αλλά δυστυχώς μας το χάλασαν οι μπάτσοι». Κλείνοντας την ομιλία του ο Πρόεδρος και πριν ανακοινώσει την απόφασή του, σχολίασε απευθυνόμενος στο ακροατήριο: «Μα δεν δείχνει φίλερις ο κατηγορούμενος!». Έτσι, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, απαλλάχτηκα των κατηγοριών, όχι όμως και πανηγυρικώς. «Αθώος λόγω αμφιβολιών», αυτή ήταν η ετυμηγορία. Δεν μπορούσε βλέπεις να μην λάβει υπ΄ όψη του το δικαστήριο ότι οι μηνυτές ήταν όργανα της Τάξης, εκπρόσωποι του Κράτους και φορείς της Εξουσίας.