Τα τελευταία χρόνια οι διακοπές δεν παίζουν. Ο λόγος είναι προφανής. «No money, no honey», όπως λένε και στο χωριό μου. Αλλά μήπως υπήρξα και ποτέ φανατικός των διακοπών ή των ταξιδιών; Ουδόλως. Και τώρα που το σκέφτομαι από απόσταση, την σχετική πρεμούρα περί διακοπών μόλις κοντοζύγωνε ο Αύγουστος, δεν την υπαγόρευε κάποια ανάγκη της ψυχής. Περισσότερο ήταν λόγω της κοινωνικής πίεσης. Το «θέλω» των κολλητών, μηδέ του ευρύτερου φιλικού περίγυρου εξαιρουμένου, με τις σχετικές συζητήσεις και όλα εκείνα τα ατέρμονα κανονίσματα, με υποχρέωναν κατά κάποιον τρόπο να συγχρονιστώ κι εγώ, ο αδιάφορος περί του θέματος, με τις προσταγές της παρέας. Δεν τολμούσες να μη δηλώσεις συμμετοχή ή να πεις κανένα «βρε, άει παρατάτε όλοι σας, αφήστε με ήσυχο με τις διακοπές σας», υπήρχε ο κίνδυνος να παρεξηγηθείς, καθόσον δεν θα ήταν μια τέτοια αντίδραση χαρακτηριστική ενός ισορροπημένου ψυχολογικά ανθρώπου. Αυτομάτως θα εδημιουργείτο η εύλογη απορία. Μα πως είναι δυνατόν να μην πάλλεται κάποιος από συγκίνηση, να μην τρεμουλιάζει σύγκορμος στην προοπτική μιας έστω και ολιγοήμερης ανάπαυλας; Έλα μου ντε; Κι όμως, να που συμβαίνει… Μόνη εξαίρεση υπήρξε και παραμένει η Ανάφη. Από το 1988 που βρέθηκα για πρώτη φορά εκεί, κατόπιν αφόρητης πιέσεως της νεόκοπης τότε φίλης μου Λίνας Μπέμπη και που έπαθα έρωτα κεραυνοβόλο με το νησί, μέχρι το 1999, λίγο πριν ανοιχτούν οι δρόμοι κι αλλάξει ο χαρακτήρας του, όχι μόνο πήγαινα ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι τρελός από χαρά, αλλά και όλο τον χρόνο το νοσταλγούσα. Κι αν συνέχισα να σαλπάρω, αποκλειστικά κατά τα τέλη Ιουνίου πλέον, πριν προλάβουν να εμφανιστούν οι ορδές των τουριστών, αυτό γινόταν από αγάπη για τον τόπο. Και για την Μαργαρίτα Καλογεροπούλου, την ψυχή της Ανάφης βεβαίως.
Η δική μου κοινωνική τάξη, η εργατική με τους μερκαματιάρηδες γονείς, δεν εγνώριζε από κάτι τέτοιες πολυτέλειες. Παρότι ήταν η πλέον σκληρά εργαζόμενη κατηγορία ανθρώπων, δεν απολάμβανε σχεδόν τίποτα. Διακοπές χάριν αναψυχής και ξεκούρασης ήταν ψιλά γράμματα. Η μοναδική παραχώρηση που μπορούσε να γίνει ήταν αν συνέτρεχαν λόγοι υγείας των παιδιών. Και τότε ξόδευαν τις αιματηρές οικονομίες τους καθ΄ υπόδειξη του γιατρού που μπορούσε να συστήσει βουνό ή θάλασσα, ανάλογα με την γνωμάτευση που είχε κάνει. Βλέπεις, ακόμα και οι περίφημες παιδικές κατασκηνώσεις – ότι πρέπει για να ησυχάσει για λίγο το κεφάλι της μητέρας και να κοινωνικοποιηθεί το παιδί ερχόμενο σε επαφή με άλλα συνομήλικα παιδιά, διαφορετικά του συνήθους αληταριού της γειτονιάς – δεν ήταν προσβάσιμες σε όλους. Κι εκεί υπήρχαν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια με κυρίαρχο όλων το περίφημο και διαχρονικό «μέσον». Μια φορά μόνο κατόρθωσαν να στείλουν τον μεγαλύτερο αδελφό μου για κατασκήνωση στην Κερατέα κι αυτό ήταν όλο, εμένα ποτέ. Στην καλύτερη περίπτωση, όσοι είχαν ένα σπίτι πατρικό στην επαρχία – μιας κι όλοι από επαρχίες προερχόμασταν – ή κάποιο στενό συγγενή που είχε ξεμείνει στο χωριό, την γιαγιά ή καμιά ανύπανδρη θεία τέλος πάντων, τα μάζευαν και αριβάριζαν μιαν ωραία πρωΐαν για λίγο καθαρόν αέρα, ν΄ αναπνεύσουν οξυγόνο τα παιδιά! Με ή χωρίς τον πατέρα, μιας που τις περισσότερες φορές έμενε πίσω για να μην χάσει το μεροκάματο. Εκτός των άλλων η μητέρα εκμεταλλευόμενη την χρυσή ευκαιρία, φρόντιζε να φτιάξει χυλοπίτες και τραχανάδες, τον γλυκό ή σταρένιο και τον ξινό, για μια εύκολη χορταστική σούπα και τόσο τραβηχτική κατά τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Θυμάμαι πως καμάρωνε το Κατινάκι, η στενή φίλη της μητέρας, όταν κάποτε ενοικίασε για δύο χρονιές εξοχικό σπίτι στο Χαλκούτσι της Αττικής. Υπέφερε από σοβαρή δισκοπάθεια κι ο ορθοπαιδικός της συνέστησε ως θεραπευτική αγωγή να κάνει μπάνια, πολλά μπάνια στην θάλασσα. Κολυμπούσε στα βαθιά πρωί και απόγευμα, το λιγότερο από μία ώρα την κάθε φορά, ώσπου στο τέλος ίσιωσε… Το αυτό επαναλήφθηκε το επόμενο καλοκαίρι για προληπτικούς λόγους. Με αφορμή το θεραπευτικό του πράγματος μας εξιστορούσε με λεπτομέρειες παράλληλα και τον εν Χαλκούτσι τρόπο ζωής, λες κι επρόκειτο για διακοπές στην Κυανή Ακτή. Κι όμως, στα δικά μας μάτια τουλάχιστον, κάπως έτσι φάνταζε! Καθώς και το άλλο που μας περιέγραφε κάθε τόσο. Την μετάβαση όλης της οικογένειας στην «Κινέτα», με το τρένο μάλιστα, για το μπάνιο της Κυριακής. Και μόνο το όνομα «Κινέτα» ηχούσε στα αυτιά μου το λιγότερο ως «Ριβιέρα» κι ας αγνοούσα, εξ ίσου τότε, την διάσημη αυτή κοσμική παραλία. Οφείλω να ομολογήσω ότι κύριος αποδέκτης των αφηγήσεών της ήταν η μητέρα, εγώ απλώς τύχαινε να παρευρίσκομαι και να συλλέγω έκθαμβος αυτές τις πληροφορίες. Υπήρχε μεγάλη στέρηση στον κοσμάκη, το κάθε τι καινούργιο έμοιαζε μυθικό κι εξωπραγματικό. Δεν είχαμε περάσει βλέπεις τότε ακόμη, την δεκαετία του ΄60, στην νέα εποχή της πληροφόρησης, της ευμάρειας και του ολέθριου καταναλωτισμού με την συνακόλουθη αλλοτρίωση. Τον νεοπλουτισμό με ό,τι θλιβερό συνεπάγεται τον αγνοούσαμε καθότι δεν υπήρχε. Κι όχι πως είμαι κανένας αφελής ή ιδιόρυθμος που πρεσβεύει την στέρηση ως άσκηση τάχα της ανθρώπινης ψυχής. Για την αρετή υπάρχουν πολλοί δρόμοι και δρομάκια. Αλλά δυστυχώς, εμείς εδώ οι εν Ελλάδι, την πατήσαμε ως αγράμματοι. Και κυριολεκτώ…
Παρότι υποχρεώθηκα λοιπόν να καταργήσω τις διακοπές, δεν μου λείπουν στο ελάχιστο. Και σίγουρα όχι κατά τον μήνα Αύγουστο τότε που, όσο να πεις, αδειάζει η Αθήνα και η ζωή μας όσων παραμένουμε, γίνεται σχετικώς πιο εύκολη. Λιγότερα τροχοφόρα, λιγότεροι άνθρωποι, λιγότερο άγχος. Μόνον οι υψηλές σταθερά θερμοκρασίες με ταλαιπωρούν και κυρίως το σώμα μου που συνεχώς ιδροκοπάει και δυσανασχετεί. Δεν βαριέσαι όμως, υπάρχει το κλιματιστικό και το ντους στο μπάνιο. Και πάντως το προτιμώ από το να συνωστίζομαι πάνω σε βαπόρια και πλοία αυγουστιάτικα με τα μιλιούνια των αλλοδαπών και των ημεδαπών τουριστών, προσπαθώντας να εξασφαλίσω μια θέση κι εγώ κάτω από τον ήλιο σε κάποια παραλία… Όπου κι εκεί οι λουόμενοι, ο ένας επάνω στον άλλον, καμώνονται τάχα τους ευτυχείς και τους ανέμελους. Και ξεροψήνονται με τις ώρες μήπως και αποκτήσουν το πολυπόθητο βαθύ σοκολατί χρώμα το οποίον προώρισται να απωλεσθεί με την επάνοδό τους στο άστυ. Άσε την μεγάλη αναμονή και το σπάσιμο νεύρων μέχρι να σερβιριστούν κατά τις ώρες αιχμής. Ή τις τσιμπημένες τιμές του λογαριασμού. Και την μελαγχολία βεβαίως που θα τους συνοδεύει επάνω στο καράβι της επιστροφής… Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους! Ειλικρινά, δεν ζηλεύω στο ελάχιστο τους αυγουστιάτικους παραθεριστές των ελληνικών νησιών. Μήτε ισχύει για την περίπτωσή μου η στάση της αλεπούς στο μύθο του Αισώπου. Όταν, ως γνωστόν η κυρά Μάρω, αφού προσπάθησε επί ματαίω να φθάσει τα γινωμένα σταφύλια, πλην όμως ποσώς τα κατάφερε, κατέληξε στο τέλος η πονηρή στην διαπίστωση: «Όμφακες εισί!», ήτοι: «Αγουρίδες είναι!».
Τα πράγματα για όσους τυχόν παίρνουν τα βουνά είναι προφανώς διαφορετικά. Ή τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ εκ του μακρόθεν. Καθόσον ούτε του βουνού, ούτε του λόγγου είμαι λάτρης. Εκτιμώ και θαυμάζω τις φυσικές ομορφιές, αλλά δεν νομίζω πως θα ήμουν ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, αν για κάποιο λόγο θα έπρεπε να μετακομίσω μόνιμα στην επαρχία. Κακά τα ψέματα, ένα παιδί της πόλης είμαι που την δεύτερη, τρίτη ημέρα αρχίζω και βαριέμαι «τας εξοχάς». Ακόμα και κατά την περίοδο των διακοπών μου υπάρχουν στιγμές που βαριέμαι ή νοσταλγώ την ρουτίνα της καθημερινότητας και ιδιαίτερα το άνετο κρεβάτι μου. Οπότε δεν μου πέφτει και τόσο βαρύ που δεν θα πλατσουρίσω ούτε και φέτος στα νερά του Αιγαίου και κατά προτίμηση στις αγαπημένες Κυκλάδες. Εννοείται πως, ούτε λόγος για μπάνιο στις ακτές της Αττικής. Η μετακίνηση μέχρις εκεί μου φαίνεται βουνό… Παλαιότερα, σε περιόδους παρόμοιας ανεργίας με την τωρινή, όταν με ρωτούσαν οι φίλοι και γνωστοί πότε προγραμματίζω διακοπές, απαντούσα: «Να πάω διακοπές για να διακόψω τι, το μόνιμο καθησιό μου;». Κι έμεναν εμβρόντητοι οι άνθρωποι με τις εξυπνάδες μου. Την ίδια ερώτηση κάθε χρόνο μου έκανε όσο ζούσε ο συγγραφέας και στενός φίλος μου Γιώργος Ιωάννου. Και πολύ χαίρονταν όταν του απαντούσα πως δεν επρόκειτο να πάω πουθενά. «Καλύτερα, δεν πειράζει, νέος είσαι, θα έχεις πολλές ευκαιρίες για διακοπές. Μείνε εδώ καλό μου να μου κάμνεις και λίγο παρέα. Που να τρέχεις τώρα;», με καθησύχαζε. Ο Ιωάννου δεν έκανε ποτέ στην ζωή του διακοπές. Θεωρούσε ότι ήταν σπατάλη, άδικο χάσιμο πολύτιμου χρόνου από τα γραφτά του. Ομολογώ πάντως, ότι κάτω από ιδανικές συνθήκες, δεν θα ήμουν αρνητικός στο ενδεχόμενο των διακοπών. Να είμαι φιλοξενούμενος δηλαδή και το απομωνομένο σπίτι να απέχει καμιά δεκαριά μέτρα από την θάλασσα. Όπως συνέβη για παράδειγμα αρκετές φορές κατά το παρελθόν με την περίπτωση της Σκύρου. Αλλά κι αυτό ακόμη με αρκετή επιφύλαξη το λέω. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα αποδεχόμουν την πρόσκληση. Ίσως έχω καταντήσει τελικά ένας δύστροπος, γκρινιάρης γέρος, που δύσκολα απολαμβάνει τις χαρές. Ή μήπως όχι;