Διάττοντες χαρταετοί
20-02-2018

Εκτός από ένα πέρασμα από τα Κύθηρα, ένα αντάμωμα στα διόδια των Μαλγάρων και δγυο καφέδες στην «Ουτοπία» ο εικοστός πρώτος αιώνας δεν μας αξίωσε περισσότερη επαφή με τον Γούφα. Αλλά μερικές χρονιές, που πάντως έληξαν εδώ και τριανταβάλε χρόνια, του δώσαμε και κατάλαβε. Του δημεγέρτη Χρόνου, εννοώ.

Αναφέρομαι στην κατασκευή, μετά ποικίλων πειραμάτων, χαρταετών.

Ό,τι ήξερα γι αυτούς, το έμαθα στο νηπιαγωγείο, στην πίσω αυλή του Τσιρέλη στα Γιαννιτσά, όπου ο Μιχαλάκης, αδελφός του Τέλη, μας έδειξε πώς να φτιάχνουμε, με καλαμάκια σκελετό, χαρτί, αλευρόκολλα και ειδικό φροντιστήριο για την καλούμπα. Αυτός έστελνε κι ένα καρτονάκι από κιτέτσιλερ πλακέ πακέτο να ανεβαίνει τηλεγράφημα στα ουράνια. Όταν το δοκίμασε και με πηχάκια, αγριεύτηκα, επειδή έσπασε ένα φρεσκοκομμένο κι από το σπάσιμο ανάβλυσε  κόκκινο χρώμα, ωσάν το αίμα. Θεώρησα όθεν τα πάντα ως ανήκοντα στη ζώνη του λυκόφωτος και δεν ρώτησα κανέναν πόθεν η αιμαρόφραχτη συνήθεια. Απλώς από τότε, απέτια τον δέοντα σεβασμό προς τα δέντρα και τα φυτά. Κόλλα βγάζαμε κι από το μαστιχωτό ρετσίνι μιας ροδακινιάς, όταν δεν το μασούσαμε ως τσίκλα.

Με τον Γούφα γίναμε φίλοι τέλος του 1965, άρα υπήρξε και διάστημα ετών 17 όπου ο ένας αγνοούσε τον άλλον. Όπως για την αντίστοιχη νεκρά περίοδο του Σβάρτσιχ, αγνοούσα πως ο φίλος μου ήταν μανιώδης ερασιτέχνης αστρονόμος. Για τον Γούφα δεν ήξερα πως αγαπούσε τους χαρταετούς, το ψάρεμα και τα επιτραπέζια παιχνίδια. Να τα φτιάχνει δηλαδή, όχι μόνον να τα παίζει.

Μαζί εντρυφήσαμε στον βίο του Λώρενς Χαργκρέηβ, που ανέβασε χαρταετό ειδικής διατομής, ξεπερνώντας το απλό και διπλό κουτί με το οποίο οι Κινέζοι από τον 18ο αιώνα ανέβαζαν παρατηρητές σε πολιορκίες, αλλά και οι Κομμουνάροι στο Παρίσι έβλεπαν τους Πρώσσους να ανεβαίνουν σε παρόμοια αερόκουτα και τους τουφέκαγαν ανεπιτυχώς. Παλέψαμε να φτιάξουμε έναν, αλλά μας έλειπαν τα μέσα. Η μπάλσα έσπαγε, αν και ελαφριά, τα πλαστικά δικτυώματα ήταν πανάκριβα και εντέλει βαριά. Απεναντίας, στο ψάρεμα ταιριάξαμε ειδικά κουταλάκι και συρτή, ενώ το 1984 νομίζω στείλαμε στο εμπόριο το επιτραπέζιο παιχνίδι “Ειρήνη και αφοπλισμός” που το επιμελήθηκε περισσότερο ο ίδιος, ήταν σύνθετη μορφή του Ρισκ, δεν υπήρχε κυρίαρχο πιόνι, αλλά επειδή στόχος του παιχνιδιού ήταν η παγκόσμια ύφεση και ειρήνη, ήταν πανέυκολο να χάσεις, ακόμη κι αν ο νικητής δεν ήξερε πως νίκησε. Νομίζω πως πούλησε ίσαμε δύο τεμάχια.

 

Λαχταρούσαμε εναν Χαργκρέιβ ενώ Καθαρή Δευτέρα του 1983, ανεβάσαμε έναν κλασικό δύο μέτρων διάμετρο  στις Νυμφόπετρες με καλούμπα πάνω από ένα χιλιόμετρο. Ο αετός βαρύς και πολύ χαμηλά ,λόγω του γαμημένου βάρους του σπάγγου, πέταγε βόρεια-δυτικά από τις Νυμφόπετρες,στο παλιό χωριό που ήταν επί πολλα χρόνια πεδίο βολής.Στο μισό περίπου ύψος από τις επιτυχίες του Χαργκρέηβ πρίν έναν και βάλε αιώνα.

Αναρίθμητες προσπάθειες, απόπειρες, σπασμένα σκελετά. Ο Γούφας το προχώρησε πολύ. Αλλά στο τέλος καταλήξαμε στον κλασικό χαρταετό, μόνον με πιο δυνατά και ελαφρά υλικά.

Αυτό το μέγεθος πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο που κατάφερε ο Γούφας, αρχές του 1985. Στο Μπογιάτι. Έως τότε έγιναν τα εξής. Το καλυπτικό υλικό ήταν ανοιγμένες λεπτές μαύρες σακούλες σκουπιδιών και κόλλα ούχου. Μπαμπού τα βασικά τρία, αλλά με σπέσιαλ” τρισδιάστατες” ενισχύσεις  γόμφων (γι’ αυτό του Ψωμιάδη που νομάρχευε μια περίοδο του έσπαγε αμέσως-δεν ήξερε) και ουρά πάνω από 15 μέτρα και πολύ θυσανωτή. Γρήγορα καταλάβαμε ότι το κόλπο ήταν να ανεβάζουμε τον αετό με την βοήθεια αυτοκινήτου, αλλά δεν είχαμε ποτέ αργάτη.

Η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν με έναν δυάρη, μαύρον, στο κτήμα του Καραγκιόζη της Επανομής, όπου ο Γούφας τον γέμισε με φωσφορίζοντα φωτάκια που αγοράσαμε από την διεθνή έκθεση του 1984 και ενώ καθήμεθα με παρέες έκνομες και χαρίεσσες, κατάφερε ο τρελάκιας και ανέβασε τέτοιον αετό από το απόλυτο σκοτάδι, μέσα από τη θάλασσα, από τα ρηχά. Ήταν ένα σπάνιο θέαμα που έφερε μετά πολλήν την ηδονήν και την εξ αυτής οδύνην. Διότι ο Γούφας, ξέχασα να το είπω, δούλευε αυταίς ταις εργολαβίαις (=φλέρτ) ώσπερ χασαπάκι του Βαμβακάρη.

Προς το τέλος του 1985, είχαμε χαθεί και μου τηλεφώνησε. “Δεν ξέρω τι κάνεις και τι γίνεσαι” μου λέγει, “αλλά αυτό πρέπει να το μάθεις. Τα κατάφερα. Βράδυ χωρίς φεγγάρι με αυτοσχέδιο αργάτη, και πολλά, πάρα πολλά φωτάκια, ανέβασα αετό πλαστικό διαμέτρου κοντά τρία μέτρα στο Μπογιάτι, κάτω και δίπλα από τις κεραίες. Και” σκάλωσε η φωνή του από την συγκίνηση “σήκωσαν ιπτάμενο μέσο να καταλάβουν ποιο γαμημένο Ούφο τους χάλαγε τις επικοινωνίες. Οπότε έκοψα την καλούμπα και χάθηκε ο αετός κάτω, στα χαμηλά”.”Τα κατάφερες μαλάκα, μπράβο” του λέω. “Μακάρι να μου πήγαιναν καλύτερα αυτά που δεν κατάφερα, άσε ρε μαλάκα” μου λέει.

Ακόμη και σήμερα, πιάνω τον εαυτό μου να σχεδιάζει κάποιον σύνδεσμο με οπισθέλκουσα, μήπως και ξεπεράσω τον Χαργκρέηβ, πράγμα που αποκλείεται αλλά το χούι δεν πεθαίνει.

Διότι αυτό που μετράει στον χαρταετό  είναι η δύση του. Όταν ριγά και τουμπέρνει από αδιάγνωστα ρεύματα αέρα και στο τέλος χάνεται στον ορίζοντα, με το μυαλό μας γεμάτο στιχάκια που κανένας δεν αντέχει να θυμάται, όπως εκείνο το «γυάλινος χαρτοπόλεμος μάτωνε τις καρδιές», αμη και το «της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα».