Θα ήθελα να διορθώσω έναν κοινό τόπο. Θεωρώ την αποστήθιση, την παπαγαλία και την ειδική τακτική της, την απομνημόνευση, κατακριτέα εφ΄όσον απαιτούνται από κάποιον εξεταστή, ειδικότερα βαθμολογητή. Διότι, απ΄όλα τα μπερεκέτια της ζωής, ανυπόκριτη εμπιστοσύνη διατηρώ στην τέχνη της ανάγνωσης εκατό φορές περισσότερο από την συνήθεια της γραφής.
Βέβαια, το να χαράζεις γράμματα, είναι μια βλοημένη εξέλιξη στην ιστορία των ανθρώπων, μόνον που αυτό δεν ήταν πάντοτε φτηνό ή εύκολο. Προτιμούσαν την χάραξη συμβόλων για λόγους που καμώνομαι πως αγνοώ. Αλλά για αιώνες, το μεγάλο ή μικρό κοινό που ήταν αποδέκτης του Λόγου, το αποτελούσαν ακροατές ή τραγουδιάρηδες και μήτε γραμμάριο από αναγνώστες. Οι δυνάμενοι να διαβάσουν ένα μήνυμα των ουρανών ή ένα ίχνος σε βράχο, σπανίως δεν ανήκαν στην τάξη των μάντεων, των ημιθέων, των ιερέων και των μαγισσών. Αυτά βέβαια πέρασαν αμετάκλήτα με την τερατώδη εξάπλωση της γραφής και των συνοδών γραφημάτων, ανκαι ακόμη ζουν ανάμεσά μας, άτομα που προτιμούν να βλέπουν ταινίες χωρίς υποτίτλους, επειδή ακούν πολύ πιο αποτελεσματικά τα λογάκια, ενώ δυσκολεύονται να τα βλέπουν.
Με δική μου πρωτοβουλία, καθώς σιχαινόμουν την αποστήθιση (που έως τότε είχα καταφέρει να εκμάθω την προπαίδεια, το «πιστεύω» και εσμό ποιημάτων προς απαγγελία) δοκίμασα την εισαγωγή της αναγνωστικής απόλαυσης, δίδοντας στην ανάγνωση ένα ευρύ πεδίο: συγκεκριμένα, διάβαζα το κάθε τι σεβαστικά, συνεχώς και σε πυκνή επανάληψη. Δεν έπαιζε κανένα ρόλο αν ήταν ένα θερμώς δημοφιλές κείμενο ή μια άσημη ρετσέτα σκισμένη από άγνωστης χρονολογίας εφημερίδα. Με δύο λόγια, διάβαζα δεκάδες, έως εκατοντάδες φορές, το ίδιο βιβλίο, την ίδια σελίδα, το ίδιο ποίημα, μου άρεζε – δεν μου άρεζε, σε μία σειρά εντελώς τυχαία. Έτσι έπραξα με αρκετά Βίπερ (Την «Ιστορία του Β παγκοσμίου πολέμου» και την «Μεταπολεμική παγκόσμιο Ιστορία» του Ραιημόν Καρτιέ) αλλά και «Γαλαξίες» (Τον Μακρυγιάννη, το «Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης» και πολλά άλλα) τον «Αλέξανδρο» του Πλουτάρχου, τα «Κατεπανίκια της Μακεδονίας» του Θεοχαρίδη και μπόλικα δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ή του ΙΜΧΑ, αρκετούς τόμους Εγκυκλοπαιδειών, ενώ ειδική στοργή επεφύλασσα για Καβάφη, Ελύτη, Σεφέρη και τα πέριξ αυτών.
Δεν μιλάμε για αναγνωστική «δίψα», αφού μία ή δύο αναγνώσεις την κατάφερναν. Μιλάμε για πειθαρχική και πειθαρχημένη άσκηση ανάγνωσης, ένα είδος πολεμικού πεδίου του Μεγάλου Πολέμου, με τους ίδιους νεκρούς, τις ίδιες ριπές, με πείνα, εξάντληση και τραύματα. Παράλληλα, διάβαζα τακτικά ό,τι αγόραζα ή μου πρόσφεραν, χωρίς να αρνηθώ την όποια πλήξη μου προσέφεραν. Αυτή η διαδικασία βάστηξε χρόνους πολλούς, τουλάχιστον εξήντα και συνεχίζω.
Και ξαφνικά, άρχισα να θυμάμαι. Πρώτα προτάσεις ή γραμμές, αργότερα εκτενείς περιγραφές, ρητά, τσαλίμια συγγραφικά. Ήταν ένας τελάλης στον εγκέφαλο που με ελευθέρωσε. Ηταν μια αναγνωστική απομνημόνευση που δεν ζήτησα, αλλά μου προσφέρθηκε. Κι όταν άφησα τις περίπου τυχαίες αναγνώσεις και το έρριξα στις αρχαίες και μεσαιωνικές πηγές, ειδικά τις μη ιστοριογραφικές, βρέθηκα σε έναν κήπο Χαρίτων, κάτοχος ενός δελτίου εισόδου που δεν ζήτησα καν, βέβαιος πως θα ισχύσει και μετά θάνατον.