Αν βγαίνει ο Ερτογάν και μουρμουράει για την «Τουρκία της καρδιάς του» που διαφέρει από την «Τουρκία των συνόρων της», κι αν βγαίνει ο Ράμα και πιστεύει ότι οι Γκρέκοι του χρωστάνε επειδή ένας Αρβανίτης «έσωσε την Ακρόπολη» και τους ομογλώσσους του που εκατοίκουν την Πλάκα πέριξ, μη σκούζετε και μη συζητάτε επειδή είναι ανιστόρητοι και επιθετικοί.
Κάπου, κάποιος, κάποτε, τους τα δίδαξε σε ένα ρημαδοσχολειό, ένα εθνίκι τους στον καφενέ, έπαιζε τον πολύξερο και μερικές φορές τον χρόνο, ήρχονταν υπάλληλοι που ράντιζαν τον μαχαλά όπου μεγάλωσαν με διάφορες κόλλες, μπετζινόκολλες, αλευρόκολλες, αμή και ατλακόλλες που έδεναν το «εμείς» τους, ενάντια στους «σιχαμερούς γειτόνους που μας έρριχαν μια ζωή οι κανάγιες».
Δεν είναι παίξε γέλασε τα Μπαλκάνια. Όπως δεν είναι αστεία και γελοία τα «εδώ», είτε μιλάμε για φυλές στη βόρεια Αφρική, σε πονεμένους της Ιβηρικής Χερσονήσου, σε αντιπάλους που κατοικούν την Ιταλική τακούνα ενάντια στους ανέραστους του Φιούμε και της Λομβαρδίας.
Άλλος παλεύει για την ελευθερία του και άλλος υπερασπίζεται τον μπακλαβά ή το ταμπουλέ του. Διότι το μυαλό χτίζεται και κοστίζει πολλά να το κρατάς σοβαντισμένο και ευάερο. Και μόνον απλονοϊκοί μαλάκες πιστεύουν στην Παγκόσμια ειρήνη και ωχ αμάν αμάν να μαθαίνουμε αυτά που μας ενώνουν, ήτοι το ψωμί και το αλάτι.
Κανενού δεν του φτάνει η γειτονιά, το χωριό και η οικογένειά του. Μήτε το κράτος του. Θέλει να ανήκει σε ένα Έθνος, όχι σε ένα Γένος ή σε μία Φάρα μόνον. Ο καθένας μας αισθάνεται πως ζει σε ένα ένοπλο λουναπάρκ. Η κάθε χώρα κόβει εισιτήριο για να μπεις στο δικό της. Και δεν μπορεί ο καθένας να ανέβει στις κούνιες, ή να δει το γύρο του θανάτου. Ενίοτε μας ενώνει η λαγνεία, ο παράς και ο τουρισμός, αλλά το «ντουζπουάν» θα το πάρει ο μπράτιμος, όχι ο καλλίφωνος.
Στα Βαλκάνια, κάθε κράτος στεφανώνει προτομές ηρώων που οι γειτόνοι θεωρούν κατσαπλιάδες. Και κάθε κάτοικος της όποιας χώρας, θα περάσει μια φάση ξαφνιάσματος, όπου θα παραδεχτεί ότι η Μολδαβή, ο Ρωμιός, ο Κοσσοβάρος, η Βουλγάρα και ο Τσούκνος «είναι άνθρωποι κι αυτοί», πριν τους ξαναρρίξει στην μούτζα και στην έχθρητα.
Διότι ποτέ τα σεντόνια μιας ηδονικής συνεύρεσης ή το συνεταιριλίκι γύρω από τα λαθραία μιας νταλίκας δεν κρατάνε μνήμη.
Ο Δυσσεύς Ανδρίτζου είναι καλός όσο βρίσκεται σε μια δαφνοστεφανωμένη γκραβούρα σε διάδρομο σχολείου. Δεν ήταν ένας Σούφης που ντουφέκισε τον Δερβίση του, σε εκείνο το χάνι. Ήταν εχθρός της Ευταξίας και των Ψαλλιδόκωλων, και στην Ακρόπολη που κύκλωσε για να την πάρει, έδωσε μπαρούτι και μολύβι στον Αγαρηνό, για να μη της χαλάσουν τις κολώνες, στην ίδια Ακρόπολη που τον μπουρδίσανε και τον γκρεμοτσάκισαν.
Από τον «νομάρχη της καρδιάς μας» που μας έκανε ένα φεγγάρι γελαδερούς, μικρή είναι η απόσταση ως τον χαλίφη με την «τουρκία της καρδιάς μας».
Και η Χιμάρα δεν καλύπτεται από συνθήκες μεινότητας, άρα μπορεί να «αξιοποιηθεί» με λογική βαρέως πολιτικοποιημένης χωροταξίας. Και ο τουρισμός, μπορεί ανέτως να χρησιμοποιεί ονόματα και ταμπέλες σφαγμένων ή προσφυγεμένων, είτε μιλάς για Σαλονίκη, είτε για Αλάτσατα, και να κρατάς τον Μουσολίνη ως αναστηλωτή των κάστρων σου, αρκεί να μη έχει απομείνει κανένας ζωντανός να μιλήσει.
Κι αυτά, δεν καλύπτονται με το «τάπωμα βάσει αδιασείστων ιστορικών στοιχείων» που στέλνουν οι διπλωμάτες και οι διδάσκαλοί μας, σε οργισμένες νότες. «Όι αντάροι, μόι ντουσμάνοι» ολολύζει ένας «ράνετ καπιτάν» που τον τραγουδούσαν σε κάμπους και ποτάμια σε ένα Τριεθνές.
Αυτά καλύπτονται όταν τελειώνεις με το ΕΣΡ σε λεπτά της ώρας, και όχι με γκέι ταραντέλα στην Βενεζουέλα. Κι όταν δεν βλέπεις τον Ξένο, ως ευκαιρία για να «φτιάξεις» νέα τζάκια στο νεοελληνικό κέητερινγκ.
Δεν το ξέρετε αυτό το παιχνίδι. Ψήνετε τα ψημμένα, ώσπου να καρβουνιάσουν.
Δεν είναι «δατς αντόρο», ντουγάνια. «Δατς αμόρε», είναι.
2016