Εδώ και χρόνια σταμάτησε να είναι η ψυχή του πάρτυ. Όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά να, ας έκανε άλλη τη βρωμοδουλειά. Εξυπνάδες και γέλια και πειράγματα και σφηνάκια όσα χωράει ο δίσκος, και χορό από Λαμπάντα και Μακαρένα μέχρι Τα μαύρα μάτια σου. Και δωδεκάποντα και πέρα-δώθε και τα σκαμπό τόσο άβολα στο ανέβα-κατέβα σα να σε βαστάνε να καβαλήσεις γαϊδούρι στη Σαντορίνη.
Αυτή τη χρονιά είχε σκεφτεί κάτι ήσυχο. Μια στολή γοργόνας. Τουλάχιστον γλίτωσε τα τακούνια. Θα βγάλει τα δυνατά της να εντυπωσιάσει. Η ουρά με γκλίτερ και το λέπι να είναι αρκετά μεγάλο και ενοχλητικό, όμως ούτε χαλάρωση ούτε κυτταρίτιδα, και μια μεσούλα δαχτυλίδι, όμως ― ουπς δεν στέκεται στη μεσούλα. Φοράνε μωρέ ψηλοκάβαλα οι γοργόνες; Η ουρά κάθεται στην τομή κι αφήνει και πίσω ακάλυπτες τις δυο λακουβίτσες πανω απ’ το κωλί και μια λακουβίτσα στον αφαλό και ανεβαίνουμε σιγά-σιγά στα δύο μπαλονάκια που θα κρυφτούν με κοχύλια. Μπροστά σε ένα καθρέφτη σκέφτεται πόσο πιο εύκολο θα ήταν να τα καλύψει με δυο καβούκια χελώνας ή ακόμα πιο κίνκυ με αποξηραμένους σκαντζόχοιρους, όμως θα ήταν εκτός κόνσεπτ. Να βάλει ένα σουτιέν; Να λένε ότι ζήλεψε τη Μπάρμπι; Να λένε ότι το παίζει Μαντόνα που ο υπόλοιπος κορσές ήταν στα άπλυτα και φόρεσε ό,τι βρήκε; Ευτυχώς που πιάνουν τα χέρια της και με δυο χάρτινα μπολάκια έγινε η δουλειά. Συνθετικό μαλλί πλούσιο που ηλεκτρίζει και κολλάει και το τρως, αλλά λεπτομέρειες…
Τα προβληματάκια σκάνε σιγά-σιγά. Tο πάρτυ άρχιζε στις 12 τα μεσάνυχτα. Και σε ρωτάω, πώς φτάνεις σε ένα πάρτυ χωρίς πόδια; Αν πρέπει να τη μεταφέρει ο καλός της, σίγουρα μετά θα χρειαστεί κι αυτός μεταφορά, και δεν είναι τώρα καιρός για κήλη. Ο κολλητός είναι σε καροτσάκι εδώ και καιρό, μετά από τροχαίο. Πήρε καινούργιο μηχανικό. Το παλιό είναι διαθέσιμο. Να πάει σε πάρτυ υπέρλαμπρη γοργόνα με καροτσάκι; Γιατί δεν ντυθηκε Tομ Κρουζ στο Γεννημένος 4η Ιουλίου; Να βάλει κάτι άλλο και να φορέσει την ουρά εκεί. Ναι, μόνον έτσι.
Έφτασε στο πάρτυ νωρίτερα, σχεδόν πρώτη απ’ όλους. Βρίσκει βίντατζ καναπέ, βελουτέ, ό,τι πρέπει. Κάθεται, βολεύεται, βγάζει γρήγορα το κολάν, χαμογελάει στα γκαρσόνια, κάνει και νόημα σε μια κοπελίτσα να την βοηθήσει. Ο ιδρώτας ποτάμι, το καουτσούκ σαν στολή κατάδυσης, δεν ανεβαίνει, αυτή κουνιέται, από μακριά μοιάζει να σπαρταράει, έχει μπει εντελώς στο πετσί του ρόλου. Μπαίνει και η γαμο-ουρά. Ο τύπος που επιλέγει τη μουσική το ξεκινάει κάπως σαν τους γάμους που όσο τρώνε παίζει Ρέμο και Μαραβέγια και τα χάρτινα μπολάκια μαλακώνουν και τα λέπια δεν κάθονται ήσυχα στο βελούδο και τα μπούτια ενωμένα όπως οι θεραπείες στα Πρίνου.
Ο κόσμος αρχίζει να έρχεται. Όπως και τα πειράγματα. Κάτι κουνήματα ξεψυχισμεένα στην ουρά αφού οι κάτω κοιλιακοί καίνε και σκάει το πτερύγιο και γδέρνει πεταλούδες και νεραϊδούλες και νοσοκόμες και πειρατές. Γύρω από τον καναπέ της, κανείς. Εκτός από τον τύπο που δεν είναι μασκαράς. Έχει πάει με το κοστούμι. Και αντί να έχει η γοργόνα καμάκι για ώρα ανάγκης, έχει αυτός. Και όποτε έχει κουράγιο κουνάει την ουρά, αλλά αυτός αντί να φύγει της λέει Ουάου. Πώς το ‘κανε αυτό. Η ζουμερή γοργόνα τού ζητάει συνέχεια ποτά. Εκείνος φέρνει και φέρνει ελπίζοντας να κολυμπήσει στο βυθό της. Εκείνη όμως ζει το δράμα. Μουδιάζει ο κώλος, κράμπες στους μηρούς από τα κούνηματα, τα πρώτα γέλια από το οινόπνευμα, “Αλκοολικές οι νύχτες” ον ντεκς, σερπαντίνες και κόρνες σε σπρέι. Η γραβάτα έχει λυθεί και με το στόμα τής λέει Τι μωρό είσαι εσύ και την πασπατεύει στα κατωπόδαρα κι εκείνη αν και εξαντλημένη κουνάει ακόμα την ουρά, όμως ο καναπές έχει γεμίσει.
Άλλοι ακουμπάνε, άλλοι αφήνουν παλτά ο ντιτζέι σίγουρα ήρθε από Λιβαδειά, παίζει το Πώς το τρίβουν το πιπέρι, κανείς δεν κοιτάει κανέναν, όλοι έχουν πιεί, κι η γοργόνα κατουριέται. Έχει γεμίσει η κύστη πιο πολύ απ’ τον καναπέ, δεν μπορεί να σκεφτεί άλλη λύση, λέει στον πέφτουλα “γδύσε με”, αυτός ορμάει στα ψεύτικα κοχύλια όμως αυτή του λέει “παρακάτω απ’ τον αφαλό πιο κάτω” και τα χέρια του τρέμουνε και η γοργόνα κρατάει με τα δυο χέρια το βρακί και ο άλλος σα να την ξεγεννάει έχει σηκώσει μανίκια και τραβάει με δύναμη και λίγο-λίγο το λάστιχο βγαίνει και ο τύπος σουρωμένος όσο δεν πάει πίνει μονοκοπανιά το υπόλοιπο ουίσκι και σωριάζεται. Η γοργόνα είναι πλέον μια ημίγυμνη Καίτη χωρίς ουρά που ψάχνει το κολάν της και μόλις το φοράει σηκώνεται επιτέλους όρθια και βγαίνει έξω και κατουράει με κλειστά μάτια σχεδόν όρθια στη ρόδα ενός μαύρου γυαλιστερού κάμπριο ενώ την πλησιάζει ένας Μπάτμαν, που αυτό σίγουρα ήταν το αμάξι του…
Φεύγει με το Μπάτμομπιλ.