Γυρνάει η κομπανία των σέφηδων σε Βαρκελώνη, Λονδίνο και Μιλάνο. Ω! Έτσι ελπίζουμε κι εμείς να γενούμε! Βιομηχανίες λανσάρουν ευαγή ιδρύματα, αλυσίδες εστιατορίων συνωστίζονται γύρω από ένα αστέρι-αστεράκι και πιο πονήρες οι Ιγγλίνοι συλλέγουν σε ένα κλάστερ τον μπολιμπολιτιζμό.
Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα. Για μένα, η χαμένη Ευρώπη τρώει λυσσακό κάρι με τέσσερις πίντες ξέπλυμα στο Σέλμπι, τυράκι κον τούττι φρούτι με ξεθυμασμένο ροζέ υπόκρασι σε τραττορία του Πουστερλέγγιο της Λομβαρδίας και μια λουκανίκα νάαα, με το συμπάθιο, χωρίς ψωμάκι, πριν έμπω στην Καταλούνια με γέρικο αμάξι στο Λαγκεντόκ των μακρόστενων ανθρώπων που το «ναι» το λένε «οκ». Και στα τρία, είχε πατάρι με ένα λερό διπλό κρεββάτι, τάχα φολκόρι του κιαρατά, για να μοιράσεις ύπνο στην καλή σου, κι η τουαλέτα στο διάδρομο.
Πουθενά αλατότητα και κσύπνημα της γέφσης με την αγία τριάδα αλατιού, ζάχαρης και κρεμορίου που «ξυπνάνε» ως υποχρέωση τα πεποικιλμένα περιστέρια των Λούκουλων. «Λείπει το αλάτι» σχολιάζουν οι ειδικοί. Ανάλατο. Για δέστε τον Ανάλατο, σε τι βουνά φυτρώνει καλέ. Όλοι γίνονται καλοί μαγείροι, αρκεί να κσέρεις πόση αλατισμένη ζάχαρη να βάζεις στην σάλτσανε, και πόσα κοφτά κουταλάκια κρεμόριο για να χύνουν κεκαυλωμένοι οι κυνηγοί των γεύσεων, μη γαμήσω.
Ο γκαβός, εντούτοις ακούει τζάμι, ο απολίτικος θέλει τάξη και ασφάλεια και ο μάγερας κρύβει τσιβάλια σάκχαρη και αλάτι ,όχι Ιμαλαΐων, αλλά των Τουαρέγκ, στις συνταγές του. Το αλμυρό και το γλυκύ, δεν είναι γεύσεις, μωρά μου, είναι συνεδριάσεις κεντρικής επιτροπής.
Βλέπω το καραβάνι να περνά και δεν πάω. Από της Ξάνθης τα παζάρια δεν περνά,μήτε από του Μπουγιούκ Τσεκμετζέ την αμμώδη νυχτερινή θίνα με τα βρώμια στεγνά εντεράκια, αλειμμένα με μελιτζάνα.
Η δική μου Ευρώπη ζέχνει στο σπαταλημένο αίμα. Αλάτι και ζάχαρη δε βάζω πουθενά. Σασκίνηδες, έ σασκίνηδες.