Οι αναμνήσεις του πατέρα μου ήταν μάλλον επιλεκτικές και παιδαγωγικές. Αυτές τουλάχιστον που μου διηγούνταν. Κυρίως ενέργειες αριστείας, συνδυασμένης με άκρατη φτώχεια και αίσθηση καθήκοντος. Μερικές φορές του ξέφευγαν και κάτι ερωτικά, αλλά κατάλληλα επενδυμένα με μπόλικη ηθική. Εκ των συμφραζομένων κατάλαβα πως είχε ένα προβληματάκι με τις σχέσεις, επειδή από την οικογένεια του πατέρα του, του Μαξίμ Φιοντόροβιτς, περίσσευαν κάτι ακρίτσες συγγενών, μακρινών κυρίως, που θα ήταν θέμα φοβερών συζητήσεων στα νυχτέρια της φαμίλιας στο Ιρκούτσκη και στον Βλαδικαύκασο.
Συνήθως αφορούσαν δευτεροξάδελφα: ένας, για παράδειγμα, είχε μπλέξει στη Μόσχα με ποθητή μορόζα που έφτασε να τον μαχαιρώσει. Ένας άλλος παντρεύτηκε στον Πόντο, με βάση τα εκεί έθιμα, με κοπέλα σκεπασμένη ωσάν τον γιούκο, που δεν την είδε ποτέ του, και μόνον μετά τον γάμο αποδείχτηκε βλογιοκομμένη, οπότε ξενητεύτηκε και μετά από χρόνια τονε βρήκαν ως χότζα στη Σαμαρκάνδη, ενώ η νύφη, γύρισε στην Ελλάδα μαζί με την οικογένεια και επί χρόνια, φρόντιζε παιδιά κι εγγόνια της φαμίλιας. Τέλος, ένας τρίτος, χαμένος στα εμπόρια του δρόμου της μέταξας, μαθεύτηκε πως τονε βάρεσε χολέρα και τον έρριξαν οι αρχές ζωντανόν στον ασβέστη.
Οικογενειακά δράματα, χωρίς ρίζες, αναπόδεικτα, μέρος μιας Αφήγησης που αποθάρρυνε τις περιπέτειες, έτσι τα σκεφτόμουνα αυτά. Μήπως όταν διαλύθηκε η ποντιακή κοινότητα στο Ιρκούτσκη, δεν έφυγαν οι περισσότεροι για Καύκασο, αλλά μερικοί προτίμησαν Βλαδιβοστόκ και Ιαπωνία, οπότε σε ένα παμποντιακό συνέδριο στην Ελλάδα, πάνε πολλά χρόνια, δεν εμφανίστηκαν ομογενείς που μιλούσαν γιαπωνέζικα;
Με το τσιγκέλι έμαθα πως είχε γνωρίσει μια ζωντοχήρα στη Δράμα και μπορεί να απέκτησα αδελφό, μετά την Κατοχή. Παρομοίως πως γυρνώντας από την Σχολή Εφέδρων, ταξιδεμένος πιa, του τηνε βάρεσε η ζωή στο χωριό και δραπέτευσε ολίγες εβδομάδες ζώντας στην Αθήνα σε μάλλον ελευθεριάζουσες συνθήκες, αλλά η κατάληξη ήταν πάλι συμβουλευτική: γύρισε στο καθήκον.
Άφηνε το χιούμορ να χαράζει μια ρυτίδα στο σοβαρό του κεφάλι, σε μια περίπτωση: νέος δασκαλάκος στην Αγροσυκιά, θέλησαν να τονε παντρέψουν. Πρέπει να επιχείρησε συνοικέσια του καιρού, όχι πολλά και πάντοτε καθοδηγούμενα από τα ήθη της εποχής. Γνώρισε σε ελεγχόμενο περιβάλλον, τουλάχιστον μια δασκάλα και ίσαμε δύο κοπέλες κοντοχωριανές. Και τα τρία προξενιά απέτυχαν για τον ίδιο λόγο: και οι τρεις υποψήφιες νύφες «έβγαζαν τα φρύδια τους». Τέτοιο κριτήριο,δεν μου ξανάτυχε και το θεωρούσα εξωπραγματικό.
Αυτά λησμονήθηκαν πάραυτα όταν η Λίτσα, η δασκάλα που ερωτεύτηκε πολύ, και τα φρύδια της έβγαζε, και πήγαινε σε μπαιν-μιξτ, και ήταν γενικώς ανεξάρτητη. Αλλά ποσώς τον ένοιαζε. Παντρεύτηκαν και όλο «Λίτσα μου» και «Λίτσα μου». Τα κουβέντιαζαν και γελούσαν. Πολύ.
Βέβαια, γνωρίστηκαν το 1946 και όχι το 1936. Δεν ξέρω τι επίδραση μπορεί να είχε το τσιμπιδάκι, αλλά κάποια στιγμή, λύθηκε κι αυτό: σε κάποιο γάμο ή κηδεία, από το άλλο μου το σόι, εμφανίστηκαν δύο αδελφές, συγγένισσες από την βλάχικη ρίζα. Τις είδα έφηβος και ξεράθηκα. Ήταν ψηλές, με ξυρισμένα φρύδια, σοβαρές, σιωπηλές και βαμμένες. Στην ουσία ήταν ζωγραφισμένες περίτεχνα, φαγιούμ ορεσίβια, κόκκινα χείλια, κόκκινη στρόγγυλη στάμπα στα κατάλευκα μάγουλα, μαλλιά βαμμένα κορακί, ίδιες και εξίσου απειλητικές. Περίπου συνομήλικες του πατέρα μου, τότε στα πενήντα. Όπότε πήρα μια ιδέα για τις ισαπέχουσες αισθητικές αξίες του μεσοπολέμου. «Είναι σαν γκέισες» μουρμούρισε στη μάνα μου. «Έτσι έμοιαζαν και τα προξενειά που μου κάνανε». «Σαν Φου Μαντσού» σχολίασε εκείνη. Κατάλαβα πως αν τύχαινε και έφτανε στην Ιαπωνία, θα πέθνησκε άκληρος, αν και κανείς δε μπορεί να ξέρει.