Mπορεί ένας στιχουργός να παρακινεί τον ακροατή του «να δώσει βάση στην πενιά» αλλά δεν νομίζω αυτή η σύσταση να τηρείται πιστά. Δεν ξέρω και δεν θυμάμαι τι με παρακίνησε να γράψω κάτι κατά μίμηση ενός τρόπου γραφής, διότι στην ηλικία των έξι ετών είχα πολύ περισσότερες (και πιο ηδονικές) δυνατότητες: από μια ποικιλία γλυκισμάτων, την βύθιση στα χύμα μπαμπάκια του εκκοκιστηρίου Εφαρμοστίδη ή το γεύμα ψωμιού μολόχας με κίτρινο μακαρονάκι τσουκνίδας, με τους φίλους μου. Ωστόσο, άφησα τες ηδονές και ξεκίνησα ένα κείμενο, ολιγόλεξο, που είχε ημερομηνία, τίτλο, αρχή μέση και τέλος. 1954, οι κονταρομαχίες του ιβανόη, δε μου λέτε, λοιπόν αρχίζουμε, τέλος.
Τα τρία κείμενα που με έπεισαν πως το γράψιμο είναι άγρια υπόθεση που σου ρουφάει με καλαμάκι το μυαλό, ήταν δύο στην «Διάπλαση των Παίδων» και ένα στον «Ταχυδρόμο». Στη δεκαετία του 50 στο σπίτι των πρωτοξαδέλφων μου στη Σαλονίκη, υπήρχε μια στοίβα παλιά περιοδικά. Σε μία «Διάπλαση» περιείχε σε συνέχειες τις περιπέτειες μιας τσακαλοπαρέας, κατά το πρότυπο του «πολέμου των κουμπιών», όπου τελικά το πιο συμπαθητικό παιδάκι πνίγεται στο ποτάμι σε ατύχημα και η παρέα το διαλάει. Σε μία δεύτερη «Διάπλαση» ένας μεσήλικας επιθεωρητης αγωνίζεται να λύσει μια σειρά εγκλημάτων και στο τέλος αποκαλύπτεται πως ο ίδιος τα είχε διαπράξει, εκμεταλλευόμενος που ήταν εγγαστρίμυθος.
Άρα, πριν κλείσω τα δέκα, ώφειλα να ξέρω πως τίποτε δεν είναι αληθές και όλα καταλήγουν σε μεγάλες φασαρίες. Αυτό το επιβεβαίωσα από ενα «τεύχος χιούμορ» του «Ταχυδρόμου», μάλλον του 1965 ή 66, όπου ένας ψευδωνύμως φερόμενος ως Ανδρέας Ιδρωμένος (μάλλον ο ποιητής του «Επαναστατημένου Χριστού» Θ. Β. Φραγκόπουλος, παρουσιάζει σε δύο τεύχη το διήγημα «Πάει κι ο Προφέσορας» που με είχε μαγέψει τελεσίδικα. Αλλα υπήρχε μια ουρά που με αναστάτωνε ακόμη περισσότερο. Ο συγγραφέας, στο δεύτερο τεύχος με την ολοκλήρωση του διηγήματος, διεκτραγωδούσε πως έχασε ή ξέχασε μεγάλο μέρος του αρχείου του, πως έπρεπε να δημοσιευτεί η συνέχεια του διηγήματος ως αρχή του, ενώ η πλοκή ήταν μια γοτθίζουσα ιστορία με ένα μωρό υπερκόσμιο που ζούσε εν υγρώ σε μια δεξαμενή σε ένα καλύβι χωριατόσπιτου. Η συμπαραγωγή ενός καλού, πραγματικά καλού κειμένου, παρέα με έναν αρχιγκρινιάρη, που τύφλα να έχουν πολλοί εγωπαθείς στην «Βιβλιοβουλή» ή σε κάτι λογοτεχνικό της σύγχρονης κειμενογραφίας. Πραγματικά δεν παίζει κανένα ρόλο πόσα ρολά τυπογραφικού χαρτιού γεμάτα σύμβολα κατανάλωσα έκτοτε, αλλα αυτά τα τρία κείμενα μου έδωσαν έναν μπούσουλα για τη λογοτεχνία, μια τριπλέτα:
- Και η καλύτερη παρέα δεν αρκεί για την επιβίωσή σου
- Σε όλα τα αστυνομικά, οι αρχικές σου υποψίες είναι πρόωρες και πρέπει να ασκείσαι υπέρ του λιγότερο πιθανού δολοφόνου
- Ο συγγραφέας έχει το άτυπο πλην ποθητό δικαίωμα, να χάνει αρχεία, να τα χάνει, να το βρίζουν ή να το αγνοούν, αλλά σπάει ο διάολος το ποδάρι του και τσουπ σου εκθέτει τον «επαναστατημένο Χριστό» που μπορεί να υπακούει στην «αντιστασιακή λογική» μιας ιδιοπεριόριστης λογοτεχνίας από την εποχή του Ουγκώ και της Φαντίνας, αλλά ποτέ μη ξεχάσεις να προσθέτεις την κλάση του ήρωα, διότι ξενίζει τον λυρικώς φερόμενο αναγνώστη.
Όλα αυτά, επιβεβαιώθηκαν με τα τσαρούχια όταν, πάνε τριάντα χρόνια τώρα, γνωστός μου επισκέπτεται τον πατέρα του σε επαρχιακή πόλη και τον πληροφορεί για υπαρκτό σοσιαλισμό που κινδυνεύει, οπότε ο παλιός αγωνιστής του καθησυχάζει: «άστα αυτά παιδί μου, βιντεο είναι όλα».
Σας τα εκθέτω όλα αυτά, εκτιμώντας πως οι θεωρίες της κούφιας ή κυβικής γής, οι ψεκασμοί, οι παγκόσμιες συνωμοσίες για τους εμβολιασμούς, για τον κορονοϊό που δεν υπάρχει παρά για μογγολοφτύματα, για τις επτά ακτίνες και τις πέντε μυήσεις, για το άζνα και το Ντέβα Ωμ, συνυπάρχουν με τον ορθό λόγο, τη διαλεκτική και την διάπλαση των Παίδων πάνω στη δική τους λογική.