Γιάννης Κολέφας (1927-1986)
03-07-2020

Λίγοι θα θυμούνται πως το ψηφιδωτό πάνελο στο φόντο της σκηνής του κεντρικού Αμφιθεάτρου του ΑΠΘ ήταν το τελευταίο έργο του Γιάννη Κολέφα, που τον έστειλε το Υπουργείο για να ελεγξει και να συντηρήσει τις ψηφιδωτές επιφάνειες των μνημείων της Θεσσαλονίκης που είχαν επιβιώσει του σεισμού του 1978.

Ήμουν τότε επόπτης στην ΥΑΣΒΕ και αργότερα αρχιτέκτονας της Υπηρεσίας στην Αγία Σοφία. Το μνημείο ήταν εσωτερικά εξασφαλισμένο με μη λειτουργικό τρόπο και το ιερατείο πίεζε για να λειτουργηθεί. Το μέγα εμπόδιο ήταν μια κεντρική σκαλωσιά που σκέπαζε το κέντρο του ναού (όμοια «επέμβαση» είδα αργότερα και στην Κωνσταντινοπολίτισσα μητέρα της, φτιαγμένη πάλι από την επίνοια Ελλήνων «αναστηλωτών»). Η Σκαλωσιά έφτανε έως τα ψηφιδωτά του τρούλλου. Έβαλα κοιλοδοκούς να γεφυρώσουν παράλληλα το τύμπανο του τρούλου, άλλαξα τις συνδέσεις της σκαλωσιάς εξαρτώντας τες από αυτό το «δάπεδο» και κατεβάσαμε όλη την περισσευάμενη σκαλωσιά και ανάπνευσε ο ναός. Στο νέο δάπεδο ανεβαίναμε από κελλίον του υπερώου -τότε βρέθηκαν και βυζαντινά μολυβδόβουλλα, έμμεση ένδειξη πως δούλευαν εκει μεσαιωνικοί ταβουλάριοι.

Ελέγχθηκε από τον Κολέφα η ψηφιδωτή επιφάνεια. Ολόκληρο το ψηφιδωτό ημισφαίριο «μαστιχάριζε»: το πίεζες και πηγαινοέρχονταν. Αρχίσαμε τα προσχέδια και εντέλει όλοι επιτροπή, προϊστάμενοι και προσωπικό συμφωνήσαμε να στηρίξουμε τα ψηφιδωτά κομμάτι κομμάτι, αφαιρώντας μια ψηφίδα σποραδικά και εγχύοντας ειδικό ένεμα για να στερεωθούν. Έτσι κι έγινε. Oι «στατικοί» ανέλαβαν την σύσταση από το χάρτσι. Στο σκαρίφημα, ένα από τα πρώτα σκίτσα της προτεινόμενης κατασκευής. Το έργο πήρε μήνες να τελειώσει, αλλά είναι ασφαλές.

Την αφαίρεση και αντικατάταση «στον αέρα» της σκαλωσιάς, εμπιστεύτηκα στον αρχιτεχνίτη Γιώργο Αδαμίδη, που ό,τι άγγιζε, γινόταν στέρεο. Τον κατέβασα από το υπομονετικό μέτρημα των βησάλων του μνημείου (για να ξεκαθαριστούν οι φάσεις 2 και 3, προερχόμενες από διαφορετικά τουβλάδικα, άλλων περιοχών) και εκτέλεσε την νέα σκαλωσιά αριστοτεχνικά.

Τον ξαναείδα δεκάδες χρόνια αργότερα, στην Τορώνη το 2016. Είχε φυτέψει μαστιχόδεντρο στο κηπάκι του, που έβγαζε μαστίχα, μου εμπιστεύτηκε γαμάτη μελέτη που «κούμπωνε» ελκυστήρες τετρακάμαρου με ευφυά μέθοδο και ήταν ήδη έμπειρος μολυβάς, που είδε στο Μπεζεστένι εργαλεία χαραγμένα επί Οθωμανών και έφτιαξε ομοιότυπα που έκτοτε χρησιμοποιεί. Βρήκε κι ένα κομμάτι της αρχαίας Εγνατίας κοντά στο χωριό του κι έφτιαξε τους τροχούς του μύλου και τα ξηραντήρια ιχθύων στο «Δοξόμπους». Αλλά ευτυχώς δεν ήταν ο μόνος.

Καμιά φορά, κοιτάζοντας τεφτέρια και κατάστιχα της εποχής, μου έρχονται καταπρόσωπο οι φυσιογνωμίες των εργατών και των τεχνιτών, οι αρχαιολόγοι, τα μέλη της Επιτροπής, ένας κόσμος που μετά από σαράντα χρόνια, θα είναι σε κάποια σύνταξη, εάν ζη. Τα συνεργεία που φτιάξαμε ήταν αξιέπαινα, σκορπισμένα σε όλα τα μνημεία. Κάθε μεσημέρι, μετά το σχόλασμα είχαμε ζητήσει το ενοριακό κέντρο του ναού δίπλα στο τότε σινεμά «Εγνατία» που φυλάει στα θεμέλιά του έναν ναΐσκο, και με τον Σωτήρη Κίσσα, κάναμε φροντιστήριο στα παιδιά, φέρνοντας βιβλία και περιοδικά από το σπίτι: τι ακριβώς σκάβαμε, γιατί έτσι ή αλλιώς οι διαστάσεις, τι θα πει παλαιοχριστιανικό και τι βανδαλικό. Πάντα με την «αόρατη χείρα» του Γιάννη Ευαγγέλου, ενός εργοδηγού μάλαμα, από το Λιβάδι Ολύμπου αν θυμάμαι.

Ο Κολέφας έφυγε νωρίς από τη ζωή, ο τρίτος νεκρός που πήρε το μνημείο στο κύτος του, μετά τον Στυλιανό Πελεκανίδη και τον πρωτόπαπα του ναού Κωνσταντίνο Βαμβίνη, μεγάλο αδελφό του παπα Θανασάκη Βαμβίνη, που γνώριζα παιδιόθεν από τα Γιαννιτσά. Φυσικά, εκτός εργοταξίου, άνθισε ο τόπος και η Θεσσαλονίκη από νεκρούς.

Μια εικόνα αληθής: την επομένη της δημιουργίας του δαπέδου στη βάση του τυμπάνου του τρούλου που ήταν γεμάτος ορθοστάτες και συνδέσμους, ανεβαίνω με τα παιδιά και τι να δούμε: ένα πλήθος νεκρές νυχτερίδες ηταν στρωμένες στο δάπεδο, προφανώς με παραπλανημένο το ραντάρ που διαθέτανε, χτυπημένες βίαια από μεταλλικές ράβδους που είχαν τοποθετηθεί στη διάρκεια της μέρας.