Πασβάντης και Ρετσέλης. Κυνήγι σέρβιρε ο πρώτος στην Τούμπα, πριν αλλάξει λειτουργία πριν μισόν αιώνα. Ψάρι και κάτι ταραμάδες ξεγυρισμένοι ο άλλος στη Μηχανιώνα. Στα ρείθρα της συνοικίας ο ένας, πάνω σε δρόμο και τέλειος στα πιτσούνια, σε πευκόδασος κοντά σε μεταπολεμικό ξενοδοχείο ο άλλος, έμπαινες μπρούκλης και έβγαινες άστεγος, αλλά άξιζε το μεζεκλίκι. Έχω έτη σαράντα να υπάγω.
Ευτυχώς υπάρχουν, αδικημένα και ζωντανά, τα τοστάκια στη Μπότσαρη, φουσκωτά μπακαλιαράκια πέριξ του ΟΛΘ, αλλά χωρίς Σουλιώτη δεν έχει γούστο («Μαζί τσιμπούσαμε σφυρίδα, ω Χάρη Καμπουρίδα» έψελνε), τα κλασικά σουτζουκάκια στους δύο πόλους της Πυρικαύστου που τρώγοντας μια Σαρανταρέα ήθελες άλλα τόσα. Και μόνη παρηγοριά στο Κέντρο οι ποικιλίες ψωμιών, ψωμάκλες, παντόφλες γυναικείες, ρολογάδικο στο Μπεζεστένι, γοητευτικά ψιλοπράματα στη Στοά Καράσσο, και μπορτς πίσω από τον Σταθμό.
Για εκτός πόλης δεν αναφέρω, ανκαι αποκλείεται να ξεμυτίσω από τον αστικό ιστό, αλλά θυμάμαι, πάντα εκτός λογοτεχνίας, κυνήγια, ουζερί, κρασοβόλια που βάφουνε τα χείλια, γριβάδια του Ριμπά, δίπλα σε τσιμεντένια αγάλματά τους, σουπάδικα και κόκκινη καραβίδα του Κοτζά Ντερέ, ψαρεμένη με καραμανλίδκο σουτζούκι, και παντού καβουρομάνες.
Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η προβολή πιάτων άσχετων με παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο γεύμα, όπως χοιρινό, πουλερικό και αλοιφές μαζί με ημίγλυκο κρασάκι απ΄αυτό που προμηθεύονται ενοχικά οι φαμελιάρηδες, κι ας καυχώνται πως είναι ειδικοί στο «σώμα» και τις εσάνς που κρατούν έγκλειστη κάθε γουλιά που πίνουν.