1
Ήθελα να μοιραστώ μαζί σας δύο μυστικά, ένα για τον Ακενατόν και ένα για την πάμφωτη ημέρα των Χριστουγέννων, αλλά δεν ξέρω πώς βρέθηκα σε ένα παγωμένο τοπίο να ψαρεύω με σαλαγκιά oψάρια της Αρκτικής από μια τρύπα στον πάγο, με παρέα ένα Ινουιτάκι. Επομένως, τώρα που έχει απομείνει μόνον η θράκα από τις φωτιές της Γκόλντι μπάμπου, μόνον ασήμαντες εξομολογήσεις περί λογοτεχνίας διαθέτω, χάρη σε έναν λαχνό ανάπηρης τύχης.
Είναι φοβερό πόσο λίγα πράγματα έχω διδαχτεί. Εξακολουθώ να μη γνωρίζω τι εστί κατηγορούμενο και τι κατηγόρημα, πόθεν και ινατί, λέγοντας γερούνδιο κάτι εννοούμε, όπως και πλείστα θεωρητικά ζητήματα τα οποία εμφανίζεται να παίζω στα δάχτυλα, ενώ απλώς τα αγνοώ.
Κι αυτό οφείλεται στον τρόπο που διαβάζω, φαινομενικά ξεφυλλίζοντας σελίδες ή σκρολάροντας ψηφιακά κατεβατά. Διαβάζω και σκρολάρω, αλλα δεν κατανοώ. Ντιπ καταντίπ. Από το νηπιαγωγείο έως το μεταπτυχιακό, και από αναθέσεις έως συνεργασίες, ασκώ επιτήδεια προσομοίωση γνώσης, προτάσεων και πορισμάτων. Κι όταν γράφω, είναι διότι κάτι άλλο συμβαίνει και όχι πάντως οποιαδήποτε κατανόηση.
2
Έχω πάρα πολλά χρόνια να διαβάσω σελίδα κατανοώντας το περιεχόμενό της. Όποτε το επιχείρησα, βρέθηκα μπλοκαρισμένος με πλήθος απορίες που προκαλούσαν, όταν και όπως τις έλυνα, με άλλες απορίες. Γι αυτό και ασκήθηκα σε διαφορετικό είδος ανάγνωσης: την επ΄αόριστον επανάληψη κάθε κειμένου. Κάθε βιβλίο, το ξεφυλλίζω ταχύτατα, αλλά άπειρες φορές. Κι αυτό το αέναο ξεφύλλισμα αντικαθιστά την εγκεφαλική χρήση του οφθαλμού με έναν φωτογραφικό φακό ή κάμερα. Όπως όταν διαβαίνεις έναν δρόμο επί χρόνια, με ταμπέλες από εμπορικά και υπηρεσίες, ξέρεις άριστα τι δηλώνουν, αλλά έχεις πολλά χρόνια να διαβάσεις αυτές τις ταμπέλες. Ή όταν κλείνεις ραντεβού στο Στρέττο, στην παλιά Τσάικα ή στο Λατάσειον Ίδρυμα της Μηλιώνη, ποτέ δεν επιβεβαίωσες με μια δεύτερη ματιά το σώμα της επιγραφής που φέρουν. Ωστόσο, ποτέ δε λαθεύεις.
Πότε αυτά τα πλειστάκις αναγνωσμένα γράμματα, λέξεις και προτάσεις, γίνονται κτήμα του ξεφυλλιστή τους; Ευχαρίστως να σας είπω. Όταν οι αμέτρητες επαναλήψεις γίνουν κτήμα κάποιας εγκεφαλικής διεργασίας. Ή πιο απλά, όταν θυμάσαι, όχι αυτό που διάβασες αλλά αυτό που ξεφύλλισες.
Και ακολουθεί ένα είδος «πηξίματος της μαγιάς» όπως με το γιαούρτι. Όταν σε ζεστό γάλα προσθέτεις μια καλή κουταλιά έτοιμο γιαούρτι και το σκεπάζεις επί ώρα σε θερμό περιβάλλον, το γάλα αποκτά ακτίνες που συμφύρονται με άλλες και πήζει, αρχικά κατά τόπους και στο τέλος γενικά, ώσπου ο πολτός στερεοποιείται. Αναφέρω το γιαούρτι, αλλά και το γκρομπετόν έτσι πήζει. Τώρα μπορώ να προσθέσω ανέτως: και με το μυαλό, έτσι γίνεται.
Μερικές τυχερές φορές, το ξεφύλλισμα που καταλήγει σε επίγνωση κειμένου, μοιάζει με τη σημαδούρα που σημειώνει την ύπαρξη παραγαδιού, όπου «παραγάδια» είναι τα προς αποθησαύριση μέρη του λόγου. Αλλά αυτή η επίγνωση δεν είναι σκοπούμενη: από το παραγάδι βγάζεις ενίοτε ψάρι, αλλά συχνά τα δολώματα στα τρώνε παράξενες λησμονιές και αφασίες.
Ωστόσο, χρειάζεται εμπιστοσύνη όποτε κολλάει στο μυαλό μια συστοιχία λέξεων που δεν ζήτησες καν να θυμηθείς.
3
Ένα άλλο εύρημα, είναι η από μνήμης επανάληψη ολόκληρων κατεβατών. Για παράδειγμα, θυμάμαι πολλά ποιήματα που ουδέποτε πόθησα να εκμάθω. Σε κάθε περίπτωση (κι ενώ παιδεύομαι να θυμηθώ τι σόι ψάρι ανεβάζει ένας Ινουίτ από την τρύπα του) ένας αποτελεσματικός τρόπος να αισθάνεσαι γνώστης κάποιου θέματος ενώ δεν είσαι, σε πρώτη ζήτηση, είναι να ανακαλείς το ύφος του ποιούντος έν κείμενο. Η ανάκληση σημαίνει πως μπορείς να γράψεις a la manière χωρίς να κατέχεις το περιεχόμενο σε βάθος. Αυτός ο τρόπος έχει πέραση σε ψαλμούς, τραγούδια και άλλα στιχηρά, που δεν θυμάσαι διόλου, αλλά μπορείς να κατακλέψεις την αύρα τους, το στυλάκι τους.
Παράδειγμα: αναθυμούμενος τη ρυθμική των 13σύλλαβων του «κάστρου της Ωριάς» ή ενα ρεμπέτικο του Παπαϊωάννου, μπορείς να μελωδήσεις, να εξομολογηθείς, να φλερτάρεις με δικά σου λογάκια, «κλέβοντας» απλώς την ρυθμική τους αγωγή. Και παρωδίες χτίζονται τέλεια έτσι: με τον μακαρίτη φίλο μου τον Μπίλη, είχαμε ξεσαλώσει κατά καιρούς προσποιούμενοι πως κεφάρουμε σε δημόσιους χώρους, ενώ παραποιούσαμε τα σουξέ με ιδιόκτητα στιχάκια. Δεν χρειάζεται να ξέρεις όλα τα σουξέ του ντουνιά, αλλά και τελείως άγνωστα να είναι, σου ανήκει μια αποκαθήλωσή τους.
Εάν υπάρξει υπερβολικός εθισμός σε όλα αυτά, ανοίγεται στον αγνοιακό γουαναμπή συγγραφέα μια στρατιά κειμένων προς μίμηση, διαστέβλωση και αλλοίωση. Εάν λόγου χάρη, θλίβομαι παροδικά, θα στηριχτώ στην όποια τεχνική της «Μποβαρί» του Καρυωτάκη. Την ερωτική παραφορά δεν θα την βρεις στον Μπουκόφσκην (φυσικά!) αλλά στην «Τζοκόντα» του Κοκάντζη και δεν εννοώ κλοπή λέξεων, αλλά μίμηση προσωδίας. Όσο για να διαλέξεις και επιστημονικά κείμενα, δεν υπάρχει καλύτερος οδηγός από την πλημμυρίδα των άρθρων που εποίησαν οι Αγγλοσάξονες (όσο παλαιότεροι, τόσο καλύτερα).
4
Έτσι γράφω, δεν υπάρχει ταλέντο, μήτε γνώσεις. Ανκαι ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το μυστικό πως ο Ακενατόν ήτο Γυναίκα και πως η Γέννηση συνέβη μέρα μεσημέρι ολοφώτεινη, αλλοιώς δεν θα υπήρχε χνώτο των βοοειδών και βοσκόπουλα να μοιράζονται το φαλαφέλ στα τέσσερα να χορτάσουν. Ο αστήρ επεφάνη αλλιώς και άλλοτε. Οι μάγοι χαλάνε την πιάτσα. Αλήθεια, τι έκαμε ο Ιωσήφ τον χρυσό και πώς ψωμίζονταν στην Αίγυπτο; Επίσης το σπήλαιο είναι καλό να επιδράσει σε άλλη διήγηση. Αυτά μπορεί να είναι υποθετικά, ιδίως όταν μπλέκονται συκοφαντίες, εκατόνταρχοι με ονοματεπώνυμο και άλλα σαχλεπίσαχλα, αλλά και την σαχλαμάρα έμαθα να αντέχω. Ξέρετε με ποιά υπόκρουση γράφω παραμονιάτικα: με τηλεοπτικό μακάβριο πρόγραμμα, Τόνι Σφήνο, Λένα Μαντά και μια κυρία που αλείφει τη ράχη της παλάμης και κράζει «λαβιανρόζ». Είναι το εμπόριο, ηλίθιε. που φράζει τους πόρους του ταλέντου, και ταλέντον ουκ έστιν έτι.