Βίβλος γενέσεως Δημοσθένους Χ., υιού του Θεόφιλου Χ., υιού του Δημοσθένους Χ.
(Σε ποντιακή διάλεκτο, δωρικό ιδίωμα των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου ή Μαύρης Θάλασσας)
Σο Γκιουμούς Χανέ (αρχαία Αργυρούπολη του Πόντου αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου) ήτον έναν ανδρόγυνον, ο Αβράμ -στα εβραϊκά σημαίνει πατέρας του λαού- και η Παρθένα. Α(υ)τός σα πενήντα πέντε χρόνε, η γαρή νατ (η γυναίκα του) σα σαράντα πέντε χρόνε. Χρόνε οι shιλάκλεροι (sh προφέρεται σαν βαρύ σίγμα, όπως στα Αγγλικά, π.χ., she. Χρόνια οι καϋμένοι) παιδία κχι (δεν) είχανε. Επουγαλέχταν (μπούχτησαν) οι ανθρώπ(οι). Ατός επήεν (πήγε) να (γ)ίνεται καλόγερον σα Ιεροσόλυμα. Εκείνε επή(γ)εν σο μοναστήρ για γαρίδας σην Τραπεζούντα. Οι καλόγεροι και οι καλόγερες εχάτεψαν τς (τους έδιωξαν) γιατί ο παντρεμμένον κχε πορεί (δεν μπορεί) να (γ)ίνεται καλόγερον ή καλόγερα (καλόγρηα). Είπαν ο γάμον κχεν εν (δεν είναι) άκυρος, σύμφωνα με την παράδοσην.
Έρθαν ξοπίς (επέστρεψαν) σο Γκιουμούς Χανέ. Ατόν έλεγαν τον Χατσαβράμ (Χατζηαβράμ) γιατί επήεν σα Ιεροσόλυμα. Έναν νυκτί, ο Χατσαβράμ είπεν ση γαρή τ. «Παρθενίτσα, σκώσον τα ποδάρε» («Παρθενίτσα, σήκωσε τα πόδια») κι επήκαν (έκαναν, γέννησαν) την Παρέσα. Έρθεν έναν ημέραν, ένα παιδόπον, Δημητρό, έλεανατον (τον έλεγαν) και (γ)ύρεψεν την Παρέσαν, σα 15 χρόνε τς (στα 15 της). Καλόν παιδίον (καλό παιδί) ο Δημητρόν, οι γέρ(οι) επάντρεψαν την Παρέσαν σα 15. Ατός ,είshεν πολλά αδέλφ(ια), τι Χαμαλάντς (με επώνυμο Χαμαλίδης). Ο Δημητρόν είπεν σον Χατσαβράμ «θείο, (θ)α πέρω το όνομας (΄το όνομα σου) κι έντον (έγινε) Χατσαβράμ (Χατζηαβραμίδης).
Ο Δημητρόν επήρεν την Παρέσαν και έφυ(γ)αν σο (για το) Άκδαγ Μαντέμ (μεταλλείο του λευκού βουνού) σας δουλείας (για δουλειές). Ατός εδούλευεν σα οσπίτα (σπίτια), α(υ)τή είshεν (είχε) τα παιδία, την Γεθσημανήν, την Σταυρούλαν, τον Θεόφιλον, τον Αβραάμ -στα εβραϊκά ο Αβράμ ο «Θεός» έδωσε στον Αβράμ ένα φωνήεν κι έγινε Αβραάμ, που σημαίνει πατέρας όλων των λαών). Το 22 έρθαν (ήρθαν) πρόσφυγες σ(τ)ην Ελλάδαν.
(Σε αιολική διάλεκτο, ιδίωμα της αρχαίας Αρησού, Αρσού στα τούρκικα, με χαρακτηριστικό την ονομαστική απόλυτο, π.χ., «αρχαίοι ναοί έχετε», δηλαδή, «έχετε αρχαίους ναούς»)
Η οικογένεια Σ. Στην Αρσού κατάγονταν από το Αργυρόκαστρο στη σημερινή Αλβανία. Ήταν τρια αδέλφια, ο Γιάννης, ο Δημητρός κι ο Αχιλλέας (με τη σειρά που γεννήθηκαν). Ο Γιάνννης παντρεύτηκε τη Σοφία Κ. που έγινε Σοφία Σ. Ήρθαν στην Ελλάδα το 24, με τη δική τους θέληση. Ο Γιάννης ήταν «τσορμπατζής» (στα τούρκικα, επιχειρηματίας). Ταξίδευε από τη μιά στην άλλη άκρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και εμπορεύονταν (ήταν έμπορος).
Σα 30 (τη δεκαετία του 30) ο Δημητρόν δούλευεν σ οσπίτα (δούλευε οικοδόμος) σο Σαλανίκ (στη Θεσσαλονίκη). Τα κορίτσε, Γεθσημανή και Σταυρούλα, επάντρεψαν τα (τα πάντρεψαν) σα 15 τς (στα 15 τους). Την Γεθσημανή σον Δημητρόν Μ. (ο θείος μου ο Δημητράκης), την Σταυρούλαν σον Βασίλ(η) Α. Επέμναν (έμειναν) ο Θεόφιλον και ο Αβραάμ. Ο Δημητρόν αρρώστεσεν και πέθανεν σο Σαλανίκ. Το χωρίον νατον (το χωριό τους) έτον (ήταν) 70 χιλιόμετρα ασό (από) Σαλανίκ. Παράδας (χρήματα) κχι είχαν να έρχουντε να πέρατον (να τον πάρουν). Επήραν τον (πήραν το πτώμα του) σην Ιατρικήν (Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ). Επέμνεν (έμεινε) η Παρέσα με τα δύο τα παιδία, τον Θεόφιλον σα 12 τ’ (12 ετών) και τον Αβραάμ σα 7 τ’ (7 ετών).
Η κυρα Παρέσα
Ο Θεόφιλος έκοβε ξύλα στο Πάϊκο και με τα γαϊδούρια τα κατέβαζε στα Γιαννιτσά και τα πούλαγε για καυσόξυλα, για θέρμανση στα σπίτια. Παράλληλα παρακολουθούσε το τοπικό Γυμνάσιο.
Στον πόλεμο του 40 κατατάχθηκε στο στρατό και πολέμησε στις μάχες του Πόγραδετς, Τεπελένι, Χιμάρα, κλπ. Σε μια από αυτές τις μάχες, ο Θεόφιλος τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε για αποκατάσταση στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο στην Αθήνα. Εκεί γνωρίστηκε με μια μεγαλοαστική οικογένεια της Αθήνας, τους Καλλιγάδες. Η γυναίκα, Αγλαΐα Κ., αρραβωνιασμένη τότε με τον Μαρίνο, μετέπειτα Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και δημιουργό της Εθνικής Πινακοθήκης. Αναπτύχθηκε τότε μια φιλία ανάμεσα στον προλετάριο και τους μεγαλο-αστούς που διάρκεσε για χρόνια.
Στη γερμανική κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ κι έβγαζε την τοπική εφημερίδα της οργάνωσης. Την δακτυλογραφούσε σε μια παλιά γραφομηχανή Corona, αγορασμένη με τα χρήματα του από το εβραϊκό βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης και την «τύπωνε» στον πολύγραφο. Κάθε μέρα, νωρίς το πρωί κατέβαινε από το Λευτεροχώρι στο Πάικο στα Γιαννιτσά να πάει στα γραφεία του κόμματος και να δουλέψει για την εφημερίδα. Είχε το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Ερμής». Εδώ χρειάζεται για τον καυγά που κάναμε με τον «Ερμή» για τις ΗΠΑ που ανακατεύουν κουλτούρα με εμπόριο. Του είπα λοιπόν τα εξής επιχειρήματα γι αυτό το συνδυασμό, άσχετα από το αν τον πίστευα ή όχι:
1. Η βάση για κάθε πολιτισμό που αναπτύχθηκε στον κόσμο είναι μερκαντιλική. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έκαναν πολιτισμό γιατί ήταν έμποροι, δηλαδή, μεταπράτες. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η Μεγάλη Βρετανία με το στόλο και τις αποικίες της.
2. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν τον ίδιο θεό για τα γράμματα/εικαστικές τέχνες και για το εμπόριο. Διάλεξε λάθος ψευδώνυμο όταν ήταν στο ΕΑΜ. Γιατί ο Ερμής συνδύαζε και τα δύο, «λόγιος Ερμής» και «κερδώος Ερμής».
Φυσικά ακόμη και τώρα στα 68 μου δεν ακολουθώ τη συνταγή. Σαν πανεπιστημιακός είχα πολύ μικρή επιτυχία να πουλώ τις πραμάτειες του μυαλού μου, δηλαδή, να «παίρνω ερευνητικά προγράμματα». Και στις μεν ΗΠΑ, επειδή ο μισθός του πανεπιστημιακού δασκάλου είναι για 9 μήνες το χρόνο, το πρόβλημα είναι επιβίωση. Δεν έχεις χρηματοδότηση για έρευνα, δεν παίρνεις μισθό το καλοκαίρι. Και φυσικά, το πανεπιστήμιο που δουλεύει σαν επιχείρηση, σε περιθωριοποιεί και τέλος σε απολύει. Αυτά για τους συναδέλφους εν Ελλάδι που δεν κάνουν έρευνα και φυσικά πληρώνονται 12 μισθούς το χρόνο. Κάποτε τις καλές εποχές, με δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων και καλοκαιρινής άδειας είχαμε 14-15 μισθούς.
Στην Ελλάδα, λοιπόν που έχω μόνο 10 χρόνια και ο μισθός μου σαν καθηγητή στο πανεπιστήμιο είναι μικρότερος από το μισθό του απλού μεταδιδάκτορα, στα 10 χρόνια κατάφερα να πάρω 1 μόνο πρόγραμμα για μια συσκευή επικάλυψης νησιδίων παγκρεατικών κυττάρων για μεταμόσχευση σε πάσχοντες από διαβήτη τύπου 1 (το πάγκρεας δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη. Διάλεξα από 50 υποψηφίους τους 4 που χρειαζόμουνα για το πρόγραμμα, 2 υποψήφιους διδάκτορες και 2 μεταδιδάκτορες. Τους πλήρωνα από το πρόγραμμα, εν καιρώ οικονομικής κρίσης -τα προγράμματα τα έβλεπα όχι σαν ευκαιρία να βγάλω περισσότερα χρήματα, υπάρχει ένα μικρό επιμίσθιο για τον υπεύθυνο του προγράμματος, αλλά ευκαιρία να απασχοληθούν σε δημιουργικές θέσεις που θα βοηθήσουν την ανάπτυξη της χώρας οι πτυχιούχοι των ΑΕΙ της χώρας μας- 1200 ευρώ το μήνα, τον υποψήφιο διδάκτορα (κάποιον που ξεκίναγε αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου του) και 1800 το μήνα τον κάθε μεταδιδάκτορα (κάποιον που είχε ήδη το διδακτορικό του) -δηλαδή, περισσότερα από μένα, που ο μισθός μου είναι μετά από 40 χρόνια δουλειάς 1475 ευρώ το μήνα, για καθηγητή 1ης βαθμίδας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο- Φυσικά παρά τα 33 χρόνια πείρας στις ΗΠΑ ποτέ μου δεν διορίστηκα σε δημόσια θέση.
Όλοι οι 500+ συνάδελφοι στο ΕΜΠ, έγιναν Γραμματείς (και Φαρισαίοι) του τερατουργήματος που λέγεται ελληνική δημοκρατία. Εμένα με απέρριψαν λόγω «πεποιθήσεων» -εμφορούμουν από κουκουεδίτιδα-. ‘Όμως ακόμη και σύντροφοι έγιναν υπουργοί, π.χ., Κ.Κ., και γενικοί γραμματείς υπουργείων, Γ.Σ., και πρόεδροι βουλής, Ν.Β., στη «για πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση. Περιουσία δεν έχω: ένα δυαράκι σε παλιά πολυκατοικία στα Ιλίσια (Ζωγράφου). Μέχρι το 2007, έπαιρνα μισθό στις ΗΠΑ $14,000. Αφότου ήρθα στην Ελλάδα της κρίσης, ο μισθός μου είναι 1475 ευρώ το μήνα. Κι αυτό σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος με 40 χρόνια υπηρεσίας. Ο κ. Κ., νεαρός την ηλικία και με λιγότερα στο ενεργητικό του, είμαι βέβαιος σαν σύμβουλος του πρωθυπουργού, παίρνει τα τριπλάσια. Κι επειδή είμαι μηχανικός και μ΄αρέσει να παίζω με νούμερα, με δύο ενήλικα παιδιά ΑΜΕΑ να ζουν στις ΗΠΑ όπου το επίπεδο φτώχιας για 1 άτομο είναι γύρω στις $15,000 το χρόνο, χρειάζεται να στέλνω από την Ελλάδα της κρίσης στις ΗΠΑ $30,000 το χρόνο για τα παιδιά μου. Χωρίς επιμίσθιο; Η πλειονότητα των συναδέλφων μου δεν έχει δουλέψει στην παραγωγή (εργοστάσιο)-φανταστείτε γιατρούς που δεν πάτησαν το πόδι τους σε νοσοκομείο-κι όμως «καταφέρνει» να είναι σύμβουλοι σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Εγώ δούλεψα περισσότερα από τα μισά χρόνια της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας στη βιομηχανία (πετρελαίου, στην αρχή, ηλεκτρονικών αργότερα, φαρμάκων πολύ πιο αργότερα). Οι πανεπιστημιακοί παίρνουν επιμίσθιο από ερευνητικά προγράμματα από το ελληνικό δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα 10 χρόνια υπηρεσίας μου, προσπάθησα παρα πολλές φορές να πάρω πρόγραμμα. Πήρα 1 πρόγραμμα ύψους 500,000 ευρώ για 3 χρόνια, για την κατασκευή συσκευής επικάλυψης νησιδίων παγκρεατικών κυττάρων για μεταμόσχευση σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 (αυτοάνοσο νόσημα στο οποίο το πάγκρεας του ασθενούς δεν παράγει ινσουλίνη κι ο ασθενής διατηρείται στη ζωή με ενέσεις εξωγενούς ινσουλίνης). Από το χρήματα του προγράμματος, έφτιαξα ένα πρότυπο εργαστήριο για κυτταροκαλλιέργειες θηλαστικών αξίας 45,000 ευρώ με εξοπλισμό αξίας επιπρόσθετα 50,000 ευρώ και πλήρωνα για 3 χρόνια τους μισθούς 4 νέων ανθρώπων, 1,200 ευρώ το μήνα για κάθε υποψήφιο διδάκτορα και 1,800 ευρώ το μήνα – μισθό υψηλότερο του δικού μου- για κάθε μεταδιδάκτορα – είχα 2 υποψήφιους διδάκτορες και 2 μεταδιδάκτορες-. Με το που τέλειωσε το πρόγραμμα, για τους 3 από τους 4, «μην είδατε τον Παναή». Ο 4ος τελειώνει το διδακτορικό του με το τέλος της ενεργού μου υπηρεσίας στο ΕΜΠ -είμαι 68 χρονών και «βγαίνω στη σύνταξη» με την ελάχιστη σύνταξη των 350 ευρώ το μήνα, γιατί έχω μόνο 10 χρόνια υπηρεσίας στην Ελλάδα. Παλαιότερα οι εξ αλλοδαπής μετακληθέντες πανεπιστημιακοί είχανε αναγνωρισμένα στην Ελλάδα σαν χρόνια ενεργού υπηρεσίας όλα τους τα χρόνια στην αλλοδαπή συμπεριλαμβανομένων και των χρόνων σπουδών, κάτι που δεν δόθηκε σε μένα. Έκανα 3 προσφυγές στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο του κράτους, το Ελεγκτικό Συνέδριο, με συνήγορο έναν ικανότατο και γλυκύτατο άνθρωπο, τον συνάδελφο καθηγητή της Νομικής του ΕΚΠΑ στο διοικητικό δίκαιο, Δρ. Χ.Χ. Τις έχασα και τις 3, γιατί στο μεταξύ βγήκαν καινούργιοι νόμοι.
Τώρα τι έγινε με τα 33 χρόνια δουλειάς -δουλείας κατά την ποντιακή διάλεκτο αλλά και στην κυριολεξία. Με εφάπαξ αγόρασα στα παιδιά μου δύο γκαρσονιέρες (studio apartments) «να έχουν ένα κεραμίδι πάνω απ΄το κεφάλι τους». H σύνταξη μου από το ΙΚΑ των ΗΠΑ, που για αμερικανικά πρότυπα είναι πενιχρή μου φτάνει και μου περισσεύει για Ελλάδα, όσο έχω και το μισθό από το ΕΜΠ. Μπορώ να βοηθήσω τα παιδιά με μερικές από τις βασικές τους ανάγκες. Από το Σεπτέμβρη θα βασίζομαι αποκλειστικά και μόνο στην σύνταξη του ΙΚΑ των ΗΠΑ, $2,000 το μήνα. Και τότε, πως θα μπορώ να βοηθώ τα παιδιά μου;
Πίσω στη γενεαλογία μου… Ο πατέρας μου, λοιπόν, ο Θεόφιλος, κατέβαινε κάθε μέρα τα χρόνια της κατοχής από το χωριό του, το Λευτεροχώρι, στις πλαγιές του βουνού Πάϊκου, 10 χιλιόμετρα από τα Γιαννιτσά για να τυπώνει σε ένα υπόγειο την παράνομη εφημερίδα του ΕΑΜ (τη σύντασσε, τη δακτυλογραφούσε, την πολυγραφούσε και την πήγαινε στα σπίτια των συντρόφων που είχανε αναλάβει τη διανομή της παράνομης εφημερίδας). Στην ουσία ήτανε συντάκτης, δακτυλογράφος σε μια παλιά γραφομηχανή τύπου Corona που είχε αγοράσει από το Εβραϊκό βιβλιοπωλείο του Μόλχο με δικά του χρήματα, και τυπογράφος (μετά τη δακτυλογράφηση σε μεμβράνη την πέρναγε από τον πολύγραφο) για να φτιάξει την «άρτια έκδοση». Κι όλα αυτά με λίγα χρόνια γυμνασιακών σπουδών. Ήταν αυτοδίδαχτος, διανοούμενος και ιδεολόγος. Λάτρευε τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την ομορφιά. Όταν η Βόρειος Ελλάς μετεμφυλιακά διάβαζε «Μακεδονία» ή «Ελληνικό Βορρά» ο πατέρας μου διάβαζε «Βήμα», «Νέα», «Αθηναϊκή». Κομμουνιστής δεν ήταν ούτε συνοδοιπόρος. Δεν ήταν όμως κι αντικομμουνιστής. Δεν θα έκανε το φριχτό λάθος που κάνουν οι ελληναράδες να ταυτίζουν τον κομμουνισμό με το φασισμό. Συγγνώμη, ελληνόφρονες και άνθρωποι του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, αλλά άλλο λάχανα κι άλλο μπρόκολα. Επίσης, όταν η πλειονότητα των Ελλήνων άκουγε Τσιτσάνη και Καζαντζίδη, ο πατέρας μου άκουγε κλασσική μουσική στο 2ο ή 3ο πρόγραμμα, δεν θυμάμαι ποιο. Έκανε κι άλλα «φριχτά» σε μας τα παιδιά του. Μας έδινε να διαβάσουμε Ντοστογιέφσκυ στα 12 χρόνια όταν οι συνομήλικοι μας διάβαζαν «Μικρό Ήρωα», «Κλασσικά Εικονογραφημένα» και «Μίκυ Μάους». Έτσι μας κληροδότησε μαζί με την αγάπη του για το καλό βιβλίο και τη χρόνια κατάθλιψη που έπασχε.
Σε μια απ’ αυτές τις πορείες του από το Λευτεροχώρι στα Γιαννιτσά για να βγάλει την καινούργια έκδοση της εφημερίδας του ΕΑΜ. Συναπάντησε μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΛΑΣ με τον καπετάνιο της, τον καπετάν Μ. ο οποίος αφού περιεργάστηκε τον ντυμένο με παστρικά ρούχα και άσπρο πουκάμισο με ανοιχτό γιακά, πράγμα που υιοθέτησαν οι ιθύνοντες της σημερινής «για πρώτη φορά αριστερής» κυβέρνησης -ο Λένιν φόραγε γραβάτα πάντα κι ο Γληνός παπιγιόν. Ο καπετάνιος ανέκρινε τον νεαρό ο οποίος του είπε ότι πήγαινε στα Γιαννιτσά για να «βγάλει» την εφημερίδα του ΕΑΜ. Αλλά ο μάγκας καπετάνιος του είπε ότι «αυτά δεν περνάνε» και διέταξε την εκτέλεση του Θεόφιλου «στο ατάκα κι επί τόπου» του φρεσκοσιδερωμένου ασπρογυακά. Ο πατέρας μου τα χρειάστηκε. Ευτυχώς που την ώρα που ετοιμάζονταν για την εκτέλεση εμφανίστηκε ένας άλλος καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Περικλής Λ., δεύτερος ξάδελφος του πατέρα μου, αξιωματικός του ελληνικού στρατού από την ευελπίδων που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ. Αργότερα, ο θείος Περικλής κι ο αείμνηστος βουλευτής του ΚΚΕ Βασίλης παντρευτήκανε δυο Γιαννιτσιώτισσες, τις αδελφές Πλ. Ο θείος Περικλής πέθανε σε ηλικία 65 χρονών δουλεύοντας μεροκάματο στις οικοδομές στο μικρό δυαράκι που είχε στη Νέα Ιωνία. Τον κόμμα τον αποκήρυξε ως χαφιέ και οι δεξιοί ως κομμουνιστοσυμμορίτη. Έτσι αποσοβήθηκε η εκτέλεση του Θεόφιλου.
Στους περιπάτους του στα Γιαννιτσά, ο Θεόφιλος που είχε το ψευδώνυμο «Ερμής» και αργότερα «Ωμέγας» πέρναγε μπροστά από το αρχοντικό των Σ. και έβλεπε στο παράθυρο μια κοπέλα που του άρεσε. Ήτανε η μάνα μου η Παρασκευούλα. Στο αρχοντικό ζούσανε δύο ηλικιωμένοι γονείς με έναν ανύπαντρο γιό το θειό μου τον Α. που τον βάφτισα θείο Βάνια κι ήτανε ο αγαπημένος θείος μου από τη μεριά της μάνας μου και δίπλα τους δυο γιοί, ο Θ. και ο Α. με τις οικογένειες τους. Ο πατέρας μου δεν ήτανε μόνο καλός στη στρατηγική αλλά και στην τακτική. Διάλεξε από το σόι του το πιο δεξιό θειό του τον Β.Χ. -από παιδιά μας ορμήνευε για «την θρησκείαν, την πατρίδα και τον βασιλέα»- να στείλει προξενιό στους Σ. που ήτανε δεδηλωμένοι δεξιοί. Πήρε ένα σκεπάρνι ο Β.Χ. και βάλθηκε να χτυπάει με το σκεπάρνι -έθιμο προξενιού;- την πόρτα του αρχοντικού των Σ. Βγήκε η μάνα μου και της είπε ότι ήθελε να μιλήσει στους γονείς της. Κλειστήκανε ο Β.Χ. και οι γέροι σε ένα δωμάτιο και σε μισή ώρα πήρανε την απόφαση να παντρέψουνε τους δύο νέους. Για το τυπικό της υπόθεσης, αφού αποφάσισαν, φώναξαν και τη μάνα μου, και της ανακοινώσανε την απόφαση που πήρανε. «Κατόπιν εορτής» την ρωτήσανε αν συναινούσε. Η απάντηση της «Γεννηθήτω το θέλημά» σας.
Κι έτσι φτιαχτήκαμε, πρώτα εγώ κι ύστερα ο αδελφός μου ο Γιάννης.