Αριθμητικά, αδύνατον να εκτιμήσω πώς κατέφαγα και ξεκοκκάλισα έξι ντουζίνες χρόνια. Είναι πολλά και τζάμπα ακούω πως πέρασε η ζωή σαν αστραπή, πως σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή. Περισσότερο κλίνω στο «ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα του θανάτου η καμπάνα και για μένα». Έζησα έναν ποικιλώνυμο και βραχώδη κόσμο, εξίσου ακατανόητον από την πρώτη στιγμή που απέκτησα συναίσθησή του. Όχι, δεν πέρασαν σαν το νεράκι.
Μεταξύ μας, αυτό το καταραμένο και συναρπαστικό πνεύμα πύθωνος, δεν κατάλαβα αν ήταν αστρίτης, σαΐτα ή λαφιάτης. Μπορεί να ήταν το κήτος του Ιωνά που με κατάπιε, οπότε δεν είμαι σε θέση να ξωπετάξω καμιά θυμοσοφία. Ήμουν μέσα σε ένα στόμα, μια σπηλιά ― δεν χωρούσε η παραμικρή διακόσμηση. Πάντως ήταν ένας πλανήτης των γυναικών. Αυτό το εμπέδωσα.
Από τα 72 χρόνια που έζησα, εάν πρέπει σώνει και καλά να προκρίνω ένα, θα ήταν ανενδοιάστως το 1968. Εννοείται πως ακόμη το βλέπω ωσάν περπάτημα σε αναμμένα κάρβουνα.
Βλέπετε, έτυχε μια επαλληλία γεγονότων, η διείσδυση των Βιετκόγκ στη νότια χώρα, το Μάι Λάι, Μάης στη Γαλλία, οι δολοφονίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ρόμπερτ Κένεντι, η διάσπαση του ΚΚΕ, η Μπιάφρα, ο Ντούμπτσεκ.
Προσωπικά: ο πρώτος εντοπισμός αρχαίου πολίσματος, ο ανεπίδοτος έρωτας προς την Τριατατική, και στη μοναδική θυρίδα προς την πόλη του δήθεν Πύργου της Αλύσσεως, με τον δειλινό ήλιο να λοξεύει χλομός βάφοντας οίνοπα τον Θερμαϊκό κόλπο, ένα μακρόταλο φιλί σε συγκινημένη ερωμένη, κι όλη εκείνη η Παραφορά.
Κι ευτυχώς, τα ποιήματα του 1968 εκφράζουν καλύτερα το πώς νοιώθω.
ΠΟΙΗΜΑ
Αγαπημένη καταλαβαίνω πως σε τρομάζουν οι φωνές μου
Περί συνεχούς μεταλλάξεως του κατεστημένου
Μήτε θεωρείς τον χαμαιλέοντα ισάξιο του Γιώργου Θαλάσση
Γι’ αυτό και σ’ αφήνω να κάνεις τα πρώτα βήματα στο ζελέ μόνη
Πάντα υπάρχει καιρός να διαβάσεις Κόρσο και Φερλιγκέτι
Ακόμη κι αν είμαστε εχθροί ή κριτικοί ή παντρεμένοι
Φεύγεις και παίρνω δύναμη απ’ το λαό της Τσεχοσλοβακίας
Έρχεσαι και διαβάζω Σολωμό αντί Σιλόνε – με λίγα λόγια
Φανερός ο τρόπος που μου βγάζει το κονφόρμ τα δόντια
Μια και φαρδειά μου πάει η καμπαρντίνα του πεπλανημένου ιδεολόγου
Αγαπημένη δε με νοιάζει που είσαι πράκτωρ των αστών
Όσοι έχουμε ελαττώματα είμαστε αντεπαναστάτες.
Πόσο χαίρομαι τον αντικονφορμισμό του «όχι» σου
Ή τον σοσιαλισμό που δίδασκαν τα χτεσινά σου πέδιλα
Τα μάτια σου ράχες λόφων στην πυρπολημένη Μπιάφρα
Δίχως να λέω ευθέως πως αποτελείς πολιτική επιθεώρηση
Αγαπημένη μου Κασσιανή Γραικίδου του Τζέημς και της Νατάσσα
Θεία του Μιτεράν, ανηψιά του Λευτέρη-Τσε–Τουγκ ή του Μπατίστα
Όσο κολυμπάς στη ζεστή ακόμη φράουλα
Σε ικετεύω να με σκέφτεσαι 90 τοις εκατό λιγότερο απ’ όσο εγώ εσένα
Έτσι, 19 ώρες τη μέρα επί 42 χρόνια μου φτάνουν
Ήσυχος να κινήσω εκείνα που θέλω ήρεμος σαν ρολόι
Πριν να μυριστούν συλλογικά την καταπληκτική μου απάτη
Και με στείλουν να αφήσω λουλούδια στον παππού μου
Που πέθανε το 1922.