Γενέθλια διαίρεση
11-04-2021

Το 72 διαιρείται εύκολα σε αναγνωρίσιμα τούβλα ή περιόδους, μπορείς να χωρίζεις τετραετίες, εξαετίες και τις ανεκτίμητες ντουζίνες ετών, νομίζοντας πως σπάζεις τον πάγο του Χρόνου, όπου «πάγος» σημαίνει και «βράχος». Αλλά με τα 73 χρόνια της ζωής, τα μαθηματικά στατιστικά υπεκφεύγουν του απομνημονεύματος, του ιερού παιγνίου και της «αναφοράς περιπτώσεων».

Ο Χρόνος δεν ξέρω (ακόμη) τι είναι, αλλά θα μπορούσα, εάν ήθελα, να ακολουθήσω τον δρόμο μερικών εκατομμυρίων γερόντων που έχουν ως θέσφατο μια μορφή απολογισμού ή μπορούν να εκπέμψουν μια εξυπνάδα που θα αιωρείται στον Χώρο των Λέξεων, τουλάχιστον έως ένα μνημόσυνό τους.

Μέσα στο σκοτάδι μιας νύχτας γενεθλίων, κέρδισα μερικές ώρες ποθητής αϋπνίας, καθώς εμβολιάστηκα το απόγευμα, γνωρίζοντας ευτυχώς την διαδικασία. Μόνο σύμπτωμα προσώρας, ένας εξάωρος λήθαργος που όταν με εγκατέλειψε, ήταν ήδη πίσσα το σκοτάδι και μια έντονη διάθεση ψευδοαπολογισμού. Δεν είμαι ακόμη εγκρατής της σαχλαμπίχλας του γεροντισμού, παρόλο που εντρύφησα αποτελεσματικά στις νήπιες εικόνες, στην εξόντωση της παιδικότητας, στην ανάλυση του Βαάλ της εφηβείας, στην άχαρη πλην εξώλης και προώλης νεότητα και σε μία ακατάσχετη εναλλαγή τόπων, στιγμών, πληκτρολογίου, πινέλων και χαρτικών, όπως και με στοχαστική ενατένιση ριγηλού δέρματος που δεν μου ανήκε και αβάσταχτου πόνου καθώς έσβηνε η μηχανή μου, καθώς τέλειωναν τα καύσιμα.

Στα 73, δεν πρόκειται για γενέθλια, αλλά για ξύλινον κανόνα υφασματέμπορα που μετρούσε πήχες και ρούπια, κατεβάζοντας ένα τόπι ύφασμα που ξεχώρισες όσο η χαρακτηριστική μυρωδιά του υφασματάδικου έκλεινε τους πόρους που σου απέμειναν.

Ούτε συζήτηση: δεν είναι ώρα για απολογισμούς. Μόνον η παραδοχή πως δεν κατάφερα ποτέ να διαβάσω την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη, τόμος πρασινωπού δέρματος ογκώδης, για τον οποίον ξόδιασα τον χρόνο ανάγνωσης μιας ολάκερης εγκυκοπαίδειας, ανεπιτυχώς. Η εικόνα της προθανάτιας αγωνίας του όντος, θάμπωνε καθώς την μπέρδευα με τον Άλαν Μπέητς και τον Άντονυ Κουήν να εκμάθουν συρτάκι παρά θίν’ αλός. Δηλαδή να μάθουν ένα γελοίο υβρίδιο γκρηκ κέφι ουντ Μουζάκα, που εμπνεύστηκε ένας ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου της νότιας Γαλλίας. Μήτε η «αναφορά» περιείχε έναν πειστικό κώδικα, όπως η κλήση «Κανάρι» και όχι «Κανάρη» του Κάλβου, μου άνοιξε τόσες πόρτες ερμηνείας που ακόμη φτουράνε. Το τερέτισμα ενός απολογισμού συγγραφικού που δεν έλεγε να αφήσει την τήβεννό του να πέσει από τους ώμους του, με οδηγούσε σε παράτολμα ή γελοία καμώματα. Έφτασα να οικτίρω τον εαυτό μου και τον ανάγκασα να ξεφυλλίζει τον ογκώδη τόμο ανάποδα, μήπως και βρω το μυστικό του πάθους που συναντούσα γι αυτό το βιβλίο.

Τίποτε πάλι. Οπότε ζορίστηκα και ανέτρεξα σε δύο μαυροδεμένους τόμους του πατέρα μου, ήτοι μια «Ιστορία της Φιλοσοφίας» του Χαράλαμπου Θεοδωρίδη και τα «Στοιχεία Φιλοσοφίας» κάποιου Rauch. Αμφότερα τα εκδαπάνησα με πλάγιες αναγνώσεις, αλλά δεν σήμαινε και κάτι ουσιαστικό αυτή η ανάγνωση. Όσο υπάρχει Αλέξανδρος Σχινάς και Ανδρέας Κάλβος, μπορώ να την βγάζω και με Ερμάννο Λούντζη.

Πάντως ξυπνώντας, αναζήτησα μια φωτογραφία του πατέρα μου, τετραετούς, στο Ιρκούτσκη του 1913. Μιλάμε ακόμη, ξέρετε.