Γειτονόπουλα
16-03-2021

Η γιαγιά η Αφέντρα, η Άμια Κυριακιώ, η κονα Λέγκω, γιαγιάδες των Φιοντόροβιτς, των Σαρμπάνηδων και των Χατζήδων, ήσαν αι πάσαι πρεσβύτισσαι της παιδικής μου ηλικίας. Η Αφέντρα, ήταν όνομα και πράμα. Αυστηρή, διαχρονικώς βασανισμένη. Ήταν τέτοιο το σοκ που ένας γιόκας της παντρεύτηκε μη Ποντία, ώστε η  μάνα μου θυμόταν άχρι θανάτου και έφριττε που γυρνούσε από το σχολειό, δηλαδή από τη δουλειά της, κι εκείνη την περίμενε στην θύρα της Μεντιχίας Αβραμίδου της τότε σπιτονοικοκυράς μας: «έπαρ΄αδά το σκυλοκούταβο΄σ».

Η Άμια Κυριακιώ, προφανώς Θρακιώτισσα, παράστεκε με σύστημα μυρμηγκιού τον Λεονταρή και την Δέσποινα, το ζευγάρι με τις έξι κόρες που ήσαν όλοι μαζί, σπιτονοικοκυραίοι μας. Ακάματη, μονολογούσε πυκνά και αγόγγυστα. Από την Κούλα έως την Βαγγελίτσα, με ανάμεσα την Ζαφείρω, την Φιλιώ, την Λέλα και την Αρτεμισία, όλες μια κυψέλη καλών παιδιών που το «μαστ» ήταν ανήμερα τη Λαμπρή που έκοβαν το κατσικάκι που αγόραζαν από τις απόκριες και ας το ταχτάριζαν με τρυφερότητα. Πάντα το έλεγαν «Μπέκο». Ο Μπέκος το ένα, ο Μπέκος το άλλο. Και στρώνοντας το πασχαλινό τραπέζι στην κάτω αυλή, οκτώ γυναίκες και ένας άντρας, παίνευαν το κρεατάκι του Μπέκου, διακόπτοντας με οιμωγές: «Άχ Μπέκο μ΄, πάει ο Μπέκος μας και τι θα κάνουμε!» ενώ επανέρχονταν τελείως φυσιολογικά σε γιορταστικές, ή καθημερινές κουβέντες.

Η κονα Λέγκω που έμενε με τη θεία Ρίτσα, ήταν ακούραστη, εγκάρδια και τσίνιζε σπανίως. Σε αταξίες και αυθάδειες, αρπούσε ένα παιδικό κεφάλι, το δικό μου ή των δίδυμων ξαδελφών μου, μας προσκόμιζε στο εικονοστάσι που τρεμόπαιζε ως άκαυτη βάτος και μας πίεζε τη γκλάβα ως στο πάτωμα, εξαναγκάζοντάς μας να κάνουμε μετάνοιες και να λέμε, μετά από την ίδια, μια προσευχή. Σε μένα, που έδειχνα της κουλτούρας, έσειε μπροστά μου την «αγία επιστολή», ένα κείμενο με απειλές των μαρτυρίων της κόλασης. Πόθανε όρθια, δουλεύοντας, όταν ήμουν στην Αγγλία.

Αλλά τα αγοράκια κάθε γειτονιάς βίωναν μιαν ελευθερία έως και ακόλαστη, καθώς ήταν «αντράκια» και έναντι ορθώς λελογισμένου βρωμόξυλου, παρουσίαζαν ανοσία έναντι της βίας. Εξάλλου, τελείως παραγνωρισμένη ήταν η συμβολή των μεγάλων αδελφών των φίλων μας. Ο Δημήτρης, αδελφός του Μπίλη με τις δύο αδερφές, ήταν ο ειδήμων σε θέματα εξοπλισμών και ιπποτικών Ασσιζών, καθώς ήξερε πώς ο Γκάλαχαντ και πούθε ο Ιβανόης, καθώς και ζωγράφιζε τέλεια οικόσημα στις ασπίδες από κόντρα πλακέ και μας δίδασκε κανόνες στις γιόστρες. Απενατίας ο Μιχαλάκης, αδελφός της Τζίνας και του Τέλη Τσιρέλη, καλότατος μαζί μας, ήταν εξπέρ στις σαΐτες και στους χαρταετούς.

Πρώτα παίρναμε από το ψιλικατζήδικο στη ρίζα του ελαφρά ανηφορικού μας δρόμου, λεπτά χρωματιστά χαρτιά, σπάγγο και από έναν καλαμεώνα δίπλα στο σπίτι του Τάκη Γκιρκινέζη, λεπτοκάλαμα στελέχη ελάχιστης διαμέτρου. Μετά, στην πίσω αυλή του οικοπέδου, φτιάχναμε με τις οδηγίες του, αλευρόκολλα. Ο χαρταετός ήταν έτοιμος σε μισή ωρίτσα, ενώ παράλληλα ένας μας κόμπωνε πολλά μέτρα ουράς. Τα ζύγια ήταν δουλειά του Μιχαλάκη και το πρώτο πέταγμα του αετού ήταν στη αλάνα πίσω από το εκκοκιστήριο. Σε πρώτη φάση παίζαμε το σκλαβάκι, ήτοι τον μαλάκα: πιάναμε αβρά τον αητό και τον κρατούσαμε με κλίση απέναντι από τον υπεύθυνο Ανορθωτή Αετών, κι όταν ξεπερνούσε τα λελογισμένα όρια της erection, ο Μιχαλάκης μας έδινε για λίγα λεπτά να κρατήσουμε την καλούμπα και να νοιώσουμε την ουράνια ένταση που πολύ αργότερα μας θύμιζε το τράβηγμα από τη βάρκα ενός μεγάλου ψαριού που τσίμπαγε χωρίς τζιριτζάνζουλες και ανέβαινε σαν κουβάς. Κάνας μισότυφλος ροφός ψόφιος για φρέσκια γάμπαρη, ακόμη και σαμπιέρος από 60 οργιές.

Τριάντα χρόνους αργότερα, πάντως επί ΠΑΣΟΚ, με το Γούφα και ποικίλες παρέες, χάρη στη χάρι θηλέων συντρόφων, σηκώναμε αετούς heavy duty, σέρνοντας την καλούμπα με αυτοκίνητο καθήμενοι, φερ΄ειπείν έξω του δένδρου την ερωδιών στο ρέμα στο Σχολάρι και φτάνοντας το τέρας πάνω από την παλιά Νυμφόπτετρα όπου και πεδίο βολής. Αλλ΄αυτά, σε μία άλλη ονείρωξη.

Και μη ξεχνιέστε. Σαν τα γειτονόπουλα, άσκηση κοινωνικής επαφής, δεν έχει.