Γάμος στα κλεψιμέικα
17-06-2020

Λέω να ξεκινήσω κατά παρέκκλιση, κι ελπίζω να με ακολουθήσετε. Λοιπόν, αν τύχει και ξεφυλλίσετε αλεξανδρινό Τύπο, περιοδικά, διαφημίσεις και έπεα πτερόεντα μεταξύ 1880 και 1930, θα πάθετε ενα σοκ διαβάζοντας διασκελισμό κειμένων, αίσθηση ύφους, κλίσεις ρημάτων που προσιδιάζουν στην ποίηση του Καβάφη. Παρομοίως, πολύς Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Σκόκος και ήσσονες διαβάζοναι υπό συγγνωστή οικειότητα άσχετη με τη λογοτεχνία που παράγουν, ενσωματωμένη σε ειδησάρια και τρίβια της τότε καθημερινής ζωής.

Ένας έμπειρος συγγραφέας (οι παρόντες εξαιρούνται) είναι σε θέση να αποτυπώσει με ακρίβεια τις συγγραφικές και ποιητικές συντεταγμένες όποιων συναδέλφων του τύχει και διαβάσει το έργο ή μέρος του. Οι συγγραφείς και οι ποιητές μπορεί να είναι κακιώχτρες και παρεξηγιάρηδες, αλλά θα σας διαβεβαιώσουν πως, στην πίεση μιας υστερικής ανάγκης να γίνουν δαφνηφόροι, σπάζουν κούπες εάν τους «παραδεχτεί» συγγραφέας ή ποιητής που αγαπούν, ενώ ελάχιστα συγκινούνται από τις βραβεύσεις των Επιτροπών, ήδη από τα χρόνια του Παρνασσού.

Η αυτοδιαχείριση της λογοτεχνίας, δεν φαντάζει βέβαια τόσο επείγουσα όσο οι συμβάσεις των υγειονομικών, αλλά δεν τίθεται θέμα, ευτυχώς, μονιμοποίησης, στην περίπτωσή τους. Υπάρχουν συγγραφείς του ενός έργου, ή πολυγραφότατοι με άκρως λησμονητέα βιβλία ή δημοσιεύσεις. Aλλά συχνά, δεν χρειάζεται να προδώσεις κάποιο μέγα Ιδανικό, παραδεχόμενος πως σε γητεύει το στυλ και η γραφή ενός αγνώστου σου τεχνίτη. Αυτό το Ιδανικό παρεξηγείται συχνά, «αθωώνοντας» μια βαρβάτη λογοκλοπή, εφ΄όσον ο δημιουργός, στη φάση του «στράτα στρατούλα» τύχει και διαβάσει το γνωμικό «οι κακοί λογοτέχνες αντιγράφουν, οι καλοί κλέβουν» που έστειλε στα λατομεία των Συρακουσών, εκατοντάδες τρυφερές καρδιές.

Καθώς ο Σαχλίκης, ο Βερίτης, η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, ο Γιάννης Βηλαράς Ιωαννίδης, σπανίως υπήρξαν αντικείμενα διάρρηξης, συνήθως υπήρχαν σε ορθάνοιχτο κοσμηματοπωλείο ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, πολύς Ρίτσος και από πεζογραφική λάβα ο Ιωάννου, και σειρά ολόκληρη ελληνογλώσσων δικαιωματιστών, ενώ στο Θέατρο δεν πλησιάζω κάν τις επιρροές, μήτε στους σινεμάδες.

Αυτές οι επιρροές είναι ποικίλες και μη συστημικές -για παράδειγμα, ουδέποτε με προσέλκυσε το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, αλλά ως μανιακό τα «ετεροθαλή» του. Έβλεπα να παρελαύνουν αναισθήτως η «Στέρνα» και ο «Ερωτικός λόγος» του Άλλου, αλλά έδινα σάρκα και αίμα για τα «Τριζόνια» τον «Δαίμονα της Πορνείας» και «στα περίχωρα της Κερύνειας». Τα εφηβικά μου τεφτέρια όζουν τέτοιων επιλεκτικών επιρροών που μιμούνται δουλικά («αλλά δεν ληστεύουν» -εμένα μου λές ) τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο, τον Σαχτούρη, τον Αλεξάνδρου, τον Ρώτα.

Αλλά η λογοκλοπή παραμένει ένα αίνιγμα για μένα, καθώς ο ειδικός μηχανισμός της στη λογοτεχνία (διότι δεν είναι υπεξαίρεση δικαιωμάτων εφεύρεσης) προσεγγίζει περισσότερο την άντληση (έως υπεράντληση) ενός μουσικού «τρόπου» και μιας αγωγής που υπάγεται στον μετρονόμο και σε αλαλάζοντα κύμβαλα. Αυτά αρκούν.

Το ερώτημα είναι ένα και οχληρό. Ενώ η διακρίβωση μιας απάτης στον τομέα του Λόγου δεν είναι δα και δύσκολη δουλειά, γιατί ο πλαγιαρισμός, η μίμηση, η πατιτούρα έχουν τέτοια πέραση; Μια ερμηνεία που θα μπορούσα να δώσω είναι πως ο «ένοχος» δεν αισθάνεται ένοχος, αλλά διαπρεπής χρήστης λεκτικών μακανταμιών που παράγονται ασύστατα. Και στο εξ αυτού παραγόμενο συμπέρασμα πως όλοι κλέβουν όλους, άρα, όσο ανεπαρκής και χλαμυδοφόρος είναι η επιτροπή Κρίσης, τόσο προσεγγίζεται η πύλη της Βαλχάλα.

Είναι αλήθεια πάντως πως ο τρέχων αιώνας είναι στον τομέα αυτόν άρχων των κλοπιμαίων.