Έχω πολλά χρόνια να τραυλίσω, και δυστυχώς, έχασα το προνόμιο να το πράττω επίτηδες. Ήταν μια αφόρητη περίοδος από τις πρώτες στιγμές στο νηπιαγωγείο έως κάποια διερμηνεία στην περιοχή των πενήντα, που γνώρισα την σαστισμένη έκφραση των συνομιλητών μου.
Ο ταμπλάς ξεκίνησε όταν η κυρία Πουλχερία, νηπιαγωγός που αντικατέστησε για μία ημέρα την κυρία Κατίνα, μου βούτηξε δυναμικά και σταθερά το κραγιόνι από το αριστερό χέρι και το πέρασε στο δεξί, με την γλυκειά πρόρρηση «με το καλό χέρι γράφουμε και ζωγραφίζουμε, Πανούλη, με το καλό».
Οι επιπτώσεις δεν ήταν ήπιες ή βαθμιδωτές -απλώς εάν διέθετα μιας μορφής σαζμάν στο κεφάλι, το σαζμάν κόλλησε και τράβηξα βίαια το χειρόφρενο. Της ζωής, εννοώ. Ό,τι ένοιωθα ή ήθελα να εκφράσω, σταματούσε σε ένα στόμα με σφιγμένα δόντια που έτριζαν, σε μια κοιλότητα γεμάτη σάλια που δεν μπορούσα να φτύσω και με μια κοκκινάδα ντροπής στο πρόσωπο που θα ήθελα να είναι της φυλής των Χιούρον, αλλά ήτανε των Σιού, ξεγυρισμένο.
Πως έγινα καταγέλαστος μέσα σε λίγες ώρες, έχω αλλαχού περιγράψει, σε κείμενο ετών τριανταβάλε υπό τον τίτλο «η τραυλή εποχή» αλλά εδώ επιμένω στην πηγή της έντασής μου που ήταν η καταλαλιά εκφρασμένη από το Γέλιο του Άλλου.
Δεν ήταν η μίμηση του τραυλισμού, επειδή αν δεν γνωρίζεις το άθλημα, το εκτελείς αξιοθρήνητα. Ήταν το χείλι που καμπύλωνε, τα δόντια που δάγκωναν τα χείλη να μη ξεσπάσει χάχανο, τα μάτια που βούρκωναν, ζορισμένα, μη και ξεσπάσουν σε γέλιο δακρύων.
Ήταν, κυρίως αυτό: να φοράει ο άλλος απλανές βλέμμα χαμογελώντας στον αέρα, τάχα να μη σε προσβάλει. Κι αυτό το ασκούσαν πλήθος συνομηλίκων ή και ηλικιωμένων που το έβρισκαν κωμικό. Η μάνα μου πήγαινε σε άλλο δωμάτιο για να κλάψει, και μόνον ο πατέρας μου δεν το είχε βάλει κάτω: απ΄αυτόν άκουσα την ιστορία του βασιλιά που τραύλιζε αλλά «θεραπεύτηκε» και πλήθος επιγραμμάτων για τη Δύναμη της Θέλησης. Εκεί, γύρω στα 11, όταν το τραύλισμα μετετράπη σε βούβα στιφή και ογκανίσματα αντί λέξεων, πήρε τα δικά του μέτρα αφού η επίσκεψη σε ειδικό επιστήμονα (που αλλαχού επίσης έχω περιγράψει) απέτυχε παταγωδώς. Με κρατούσε στην αγκαλιά του, μπροστά το ανοιχτό αναγνωστικό και μ΄έβαζε να διαβάζω. Πρώτο κείμενο, ο Ερρίκος Ντυνάν. Όσο κόμπιαζα, το ξαναδιάβαζα, ενώ όταν τα κατάφερνα, χαλάρωνε την αγκαλιά επαινώντας με ώσπου ολοκλήρωσα τη μάχη του Σολφερίνο με τη γλώσσα ροδάνι και απέχοντας τρία μέτρα από τον εναγκαλισμό του.
Βέβαια, κατάφερα μέσω ρυθμικής και στιχουργικής αγωγής και επιστολογραφίας με απελπισμένες μανάδες που είχαν διαβάσει την «τραυλή εποχή», να δίνω έως και συμβουλές. Και η παρέα με τραυλούς ήταν σκέτη φωλιά του κούκκου.
Αλλ΄όταν, στην ωριμότητα, έτυχα σε μια δουλειά με προϊστάμενο που γέλασε αυθόρμητα όταν με πρωτάκουσε, πριν είκοσι χρόνια, ενώ ο μισθός ήταν περίλαμπρος και η δουλειά του χεριού μου, δεν δίστασα στιγμή και παραιτήθηκα αμέσως.
Στη θέση του χαλασμένου σαζμάν, μπήκε αυτόματο κιβώτιο, οπότε μίλησα δημοσίως σε όλα τα Μέσα, με κάθε τρόπο και δεν χρειάστηκε ποτέ να απαντήσω στο ερώτημα «τραυλίζεις;» ή και «είσαι κεκές;»