Κυβερνητικός δεν είμαι, διότι έτσι έμαθα να ζω: η εξουσία θέλει έλεγχο, η αξιωματική αντιπολίτευση μυρίζει εξάρτηση και μαύρα μαντάτα, η διατήρηση ενός παραγωγικού εγκεφάλου με όλα τα σύνεργα, είναι όλο το νόημα της ζωής.
Φυσικά, από την επιφάνεια Μητσοτάκη και εφεξής, μπερδεύτηκα πολύ διότι πρώτη φορά μου έτυχε οι εννιά μήνες εγκυμοσύνης ενός βουνού προσδοκιών να βγάλουν ένα ποντικάκι.
Όχι πως είχα ποτέ σε εκτίμηση τις προσωπικές πιρουέτες ενός δεξιού γουαναμπή πρωθυπουργού. Αυτή η μίξη κινήματος της Βόλβης, υπεξαίρεση αριστερών θεωριών με επικάλυψη Ραιημόν Αρόν, και η προβολή μιας προσωπικότητας βυθίως ανασφαλούς, πάντα έκαμε τον ύπνο μου ταραγμένο.
Παραδόξως, η τεχνική Μητσοτάκη θυμίζει την τακτική Έβερτ ως υποψηφίου Δημάρχου και τις προεκλογικές του καινοτομίες.
Ένα-ένα:
Δεν ήξερα ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους ήταν ζήτημα μερικών κομπιουτεράδων με όραμα. Όσο μελέτησα μερικες χώρες που προχώρησαν στο θέμα, το μαγικό καταπότιο ήταν «ο αριθμός του θηρίου»: ένας ασταύρωτος, μόνιμος αριθμός που επέτρεπε ταυτότητα και επικόλληση συστημάτων.
Εδώ, γεμίζουμε τετραψήφιες και πενταψήφιες μαλακίες διαφορετικής βαρύτητας και διαφορετικών κουμπιών: άλλα απευθύνονται σε προσωρινές ανάγκες, άλλα κωλώνουν επειδή ανταποκρίνονται άσχετοι τηλεφωνητές και όχι υπάλληλοι μαθημένοι να διώχνουν ευθύνες.
Απλώς, το παλιό γραφειοκρατικό σύστημα, για την ώρα μουδιασμένο, με την αμέριστη συμπαράσταση των δικαστών και σε προφανείς ενστάσεις τους, θα δημιουργήσουν μία ελαφοκάμηλο. Θα δουλεύουν παράλληλα, ή ένα πάνω στ’ άλλο, όλα τα υπάρχοντα συστήματα, έξυπνα και βλακώδη, πλήν πάντοτε έχοντα ανάγκη από πολιτικά δεκανίκια.
Τελικά οι δύο υπεύθυνοι της ενημέρωσης αλλά και ελέγχου της πανδημίας, έμειναν στο ριγηλό δέρμα του λογοτεχνικού έρωτα και δεν βάζουν αποστειρωμένο χέρι ή μαχαίρι στο σηκώτι με κίρρωση. Είναι αμφότεροι ποιητές, αρχιλοχικός και αλκμανικός ο είς, Σουτζικός και επτανησιακής σχολής ο άλλος.
Αμφότεροι εκφράζονται με πλήθος αφανών στιγμάτων, οικογενειακού λυρισμού ο είς, γυμνασιαρχικού πινδαρισμού ο έτερος. Ο ένας είναι του «περίμενε μη και γείρει η βάρκα», ο άλλος αυτό που του κακοτυχαίνει, το καταπίνει αμάσητο.
Η πολιτική παράδοση που γέννησε έναν Λάσκαρι, έναν Τάκο Μακρή, έναν Μπάλκο και αρκετούς «επίμονους κηπουρούς τύπου Τζαβάρα» μεταμορφώθηκαν σε δραστήρια κενταυράκια, παγκοσμίως αφανή, ραμμένα και κομμένα να ψαρώνουν από τον Μητσοτάκη. Οι Καραμανλικοί έχουν ασυλία, που εκλαμβάνουν ως μελλοντική κυριαρχία, τύπου Πάκη, κι όλα αυτά υποστηρίζονται (ποτέ δεν έγινε αλλιώς) από μια αντιπολίτευση «αλλού γι’ αλλού ως τον ποταμό Γιαλού» (που βρισκόταν στην Κορέα).
Φαίνεται πως το επίμαχο σημείο είναι να ξαμολάει ο Τσίπρας ρουκετούλες του στυλ «θα δώσουν λόγο για το καν παραμικρό ευρώ». Πάλι θα γελάσω Σουιφτικά: «χουίχωχμχμχμ!» από την χώρα των αλόγων.
Κανονικά, όλοι αυτοί οι τζερεμέδες θα καταλήξουν τραμβαγιέρηδες του 1959, αλλά η Ανάσταση θα αργήσει παράφορα.
Προλέγω πως όλο το εποικοδόμημα του οργανικά αμελέτητου εταιρικού κυβερνητικού πλαισίου, θα χτυπηθεί ωσάν χταπόδι από το δικαστικό κατεστημένο, τις μουχλιασμένες εσοχές του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, την απόπειρα να χτυπηθεί η κατά 50% συνειδητή αεργία του ελληνικού Δημοσίου και μια ολοένα διογκωμένη, παχυλή άγνοια των υπηρεσιακών διαδικασιών.
Δηλαδή, σε ποιητική μεταφορά, σκεφτείτε ένα γλυκύ ανοιξιάτικο ρέμα με πλατάνια και τιτιβίζοντα πουλάκια, όπου ένα πολιτικό νηπιαγωγείο έρχεται για μικρή εκδρομούλα και το ρέμα έχει φράξει από έναν πελώριο, τυμπανιαίον, σάπιον και με φρικτήν αποφορά βούβαλο.