Συχνά οι εν Μακεδονία μπαγιάτηδες έχουμε στην κώχη του αμαρτάνοντος βίου, μία ανακούφιση. Δηλαδή ένα χωριό. Στην περίπτωσή μου είναι η Αγροσυκιά, μεταξύ Πέλλας και Γουμένισσας, που γνώρισα επειδή εκεί επέλεξε να προσφυγέψει η πατρική μου φάρα από τον Πόντο και την Οσετία. Μάλιστα έζησα εκεί, έναν μήνα του 1979, οκτώ μήνες του 1987, και 54 μήνες από το 1991. Εκεί είναι θαμμένος ο πατέρας μου και πολλοί συγγενείς.
Πριν ονομαστεί Αγροσυκιά, οι χάρτες αναγράφουν «Κούρμπετς». Στις οθωμανικές απογραφές, ήταν μέρος του βακουφίου των Εβρενός, τον 16ο αιώνα ήταν πολυπληθές. Ενώ σε κασσιτέρινο δίσκο που σωζόταν στο ναό του Αγίου Αθανασίου, υπάρχει η επιγραφή, χτυπημένη με μύτη καρφιού ΓΡΟΥΠΕΦΤΣΙ 1862. Ήτοι «ταφές». Το κατοικούσαν εξαρχικοί έως την ανταλλαγή. Συνυπήρξαν λίγους μήνες με Ποντίους από την Χαλδική Χάρσερα, από Καππαδόκες και λίγους Σαρακατσάνους. Έχει πολλές αρχαιότητες και ελάχιστα ίχνη από το πρόσφατο παρελθόν. Άκουσα ιστορίες πως υπήρχε κονάκι με μπέη και έδειχναν ένα κτίσμα ως «σχολείο» πριν χτιστεί νέο, στον μεσοπόλεμο.
Κάτω απο το χωριό κυλάει ο Πλατανοπόταμος που πηγάζει από το Πάικο και εκβάλει στον κάμπο, στο συλλεκτικό κανάλι του Αξιού. Είχε και νερόμυλο που θυμάμαι αμυδρά. Νότια του ποταμού, επάλληλοι λόφοι, κλείνουν το τοπίο και τη θέα στον κάμπο. Ο πρώτος λέγεται «πρωτομαγιά» ο έσχατος «πελίτ» και ένα καστράκι τριγωνικό. Από ψηλά, από ελικόπτερο, είδα πλήθος κατόψεων αρχαίων κατοικιών, καθώς τις χτυπούσε ο ήλιος του απογεύματος λοξά, «ξυρίζοντας» τις ανεπαίσθητες ισοϋψείς μιας πλαγιάς. Από εδώ, είδα τα κούγκια που κατεβάζουν το νερό στα λουτρά του Αλέξανδρου, στην Πέλλα. Επίσης, κάτω από τον λοφο του ΟΧΙ, υπήρχε μια δεξαμενή από κονίαμα πατικωμένο, που ανάβλυζε νερό.
Στο ποτάμι, κατέβαινα σε κάθε επίσκεψη στο χωριό. Ανάμεσα ποτάμι και χωριό ήταν μικρά φραγμένα κτηματάκια, οπορώνες κυρίως, πλαισιωμένα από θάμνους κυρίως βατομουριές. Αυτά καταργήθηκαν, πάνε πάνω από 30 χρόνια. Ο Πλατανοπόταμος είχε πλατάνια και το νερό φιλοξενούσε χρυσόψαρα, κουτόψαρα και αρκετά γριβάδια σε λούμπες. Ξαδέλφια και συγγενείς, ο Νούλης, ο Νάτης, ο Στάθης μου έμαθαν να κλείνω το ποτάμι προσωρινά με αμμόφραγμα και να βαράμε το νερό με σαπουνόχορτο, οπότε πιάναμε τα ψάρια που ασφυκτιούσαν αρπώντας τα από το κεφάλι. Τα γριβάδια μου έμαθαν να τα ψάυω, να αναζητώ τα μάγουλα και να τα πετάω στην ξηρά με μία κίνηση. Είδα επίσης άπαξ έναν λύγκα. Τις πολλές χελώνες τις είχαν φάει οι έρμοι πρόσφατοι πρόσφυγες, μαγειρεύοντας τες στο καβούκι τους.
Αλλά για να βγεις στο ποτάμι, τα μονοπάτια που χώριζαν τα κτηματάκια ήταν λίγα και ασφυκτικά, αγκαθωτά. Είχε και καστανιές που δε μ΄ενδιεφεραν, αλλά χυμούσα στις βατομουριές κι ας γρατζούναγαν αγρίως. Μάλιστα ήταν τέτοια η λίξουρή μου διάθεση, ώστε έτρωγα τα βατόμουρα ακομη και αγίνωτα, πράσινα ή δίχρωμα, αλλά και τους μικρούς κοίλους ιστούς που ύφαιναν οι πολλές αραχνούλες. Μόνο σαλιγκάρια δεν είχε επειδή έβοσκαν συχνά εκεί γαλοπούλες.
Απεναντίας, επί έτη πολλά, κατέβαινε όλο το χωριο στο ποτάμι, διότι εθεωρείτο το νερό λαγαρό και θαυματουργό. Ώσπου κάποιος το πήγε στο χημείο και του είπαν να μη ξαναπιεί επειδή είναι τίγκα στο αρσενικό.
Στο «πατρικό μου» στο χωριό, ώσπου να χτίσουν οι δικοί μου νέο, παραδίπλα, ήταν χτισμένο σπίτι του 1929/30, όπου έμεναν οι γιαγιά μου, ο πατέρας μου και ο θείος Πέτρος. Μόνο το αριστερό δωμάτιο είχε ξύλινο πάτωμα. Παντού αλλού πατημένο χώμα και η γιαγιά μου, όσο ζουσε, κεντούσε κεντίδια από νερό στο χώμα, χρησιμοποιώντας έναν κουβά και μια σκούπα. Και έξω στην αυλίτσα, ήτανε τρεις ακακίες. Παραδίπλα ένας στάβλος και ένας φούρνος, από τους παλιούς κατοίκους. Και κάτι μαύρα σανίδια, από παλιό μπαούλο, έμφορτο με παραστάσεις ανθέων, όπως συνηθίζανε οι εντόπιοι.
Από όλα τα σπίτια, ακούγονταν ένας γκιώνης, σημάδι πως κάποιος πέθανε. Και ακούγονταν πως μερικες στέγες είχαν αγαθά φίδια με κέρατα, αλλά κανένας δεν ταράζονταν.