Βασανάκια
30-07-2019

(Αληθινή ιστορία που συχνά με έβαζε να διηγούμαι ο Μίμης Σουλιώτης, ανταλλάσσοντάς την με ομόηχες δικές του.)

 

Καλοκαίρι του 1962, ο οικογενειακός προγραμματισμός για τις διακοπές ήταν εκκρεμής, παρά τις προσπάθειες του Θοδωρή και της Λίτσας, των γονέων μου. Ένα κενό έχαινε μεταξύ Αιδηψού και Λιτοχώρου, καθώς τα θερμά λουτρά τέλειωναν τέλος Ιουλίου και το συγγενολόι της Λίτσας, κατά την συνήθεια, θα μαζεύονταν στο Λιτόχωρο πρίν τον Δεκαπενταύγουστο, οπότε και μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν. Στο ενδιάμεσο, υπήρχαν κενές δέκα μέρες. Οπότε ο Θοδωρής, μονίμως αγχωμένος με τις προθεσμίες, πρότεινε να μείνουμε δέκα μέρες στον Βόλο για να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Είχαμε ήδη γνωρίσει Μακρυνίτσα και Σκιάθο, οπότε βόλευε, με σχετική ανασφάλεια ως προς το «καλύτερα».

 

Μπαρκάραμε όθεν στο «Κύκνος» που τον ξέραμε καλύτερα κι από το Μπουρουκλέν των Γιαννιτσών, κατάστρωμα, με τις βαλίτζες ολόγυρα, προσεκτικά ντυμένες με καφέ δίμιτο, κι ο Θοδωρής, αφου θαυμάσαμε τη μύτη της Εύβοιας και το κρεμαστό ωσάν πολυκάνδηλο Τρίκερι μας πήρε με το αδελφό μου να μας τρατάρει περτικαλάδα και στεγνή υπόξινη τυρόπιττα.

 

Επιστρέφοντας βρίσκουμε τη μάνα μας με λευκή μαντίλα και μαύρο γυαλί να ρεμβάζει τον Παγασητικό, τους γλάρους και τις πελώριες μέδουσες, γαλαζωπές και καστανόχροες, κι από πίσω της ένας λιγνός συνεπιβάτης, ντυμένος αγαπητικός του καιρού, με καβουράκι και γυαλιά Ωνάση, με ντούγκλα το μουστάκι να προσπαθεί να της πιάσει κουβέντα. Κόψαμε αριστερά στην πρύμνη και ο Χάλδος πατήρ μας ακινητοποίησε δυό μέτρα από την εργολαβία. Και ακούμε τον εξής διάλογο.

 

-Σας αρέσει βλέπω, η θάλασσα.

-Ε ναι, μου λείπει, είμαι θαλασσινή.

-Σας ταιριάζει πολύ, έτσι που είστε ψηλή και ξανθιά.

 

Η Λίτσα, που ήταν 1,59 και βαρβάτη καστανή, έβαλε απλώς τον δεξήν δείχτη στο μάγουλο, όπως φωτογραφίζονταν προπολεμικώς τα νιάτα. Ο Θοδωρής μας έσπρωξε ήπια προς τη μάνα μας, της πρόσφερε την γκαζόζα και την τυρόπιττα, και ο αγαπητικός έγινε μπουχός. Καπνός, που μόνον εμείς βλέπαμε, άρχισε να βγαίνει από τον τρίτον οφθαλμό στο δοξαπατρί του Χάλδου, αλλα εως εκεί. Οποτε η Λίτσα άπτεται της τυρόπιττας και σχολιάζει «πιό στεγνή μετζεσόλα δεν είχε το κυλικείο;»

 

Αυτά ήταν μέρος του εκπολιτιστικού προγράμματος που η Λίτσα ασκούσε ως Τρωάς προς έναν Χάλδο συστηματικά, διότι ανίχνευε πάντα στη συμπεριφορά του μουντρουχαλιαση. Το αριστερό του μπράτσο κόντευε να μελανιάσει από τα ατέρμονα σκουντήματα προκειμένου ο Θοδωρής να χαιρετίσει κάποιον στον δρόμο ή να του χαμογελάσει, ή να σηκώνει το σαγόνι του σε επικείμενη φωτογραφία επειδή κατά την γνώμη της «δεν είχε λαιμό» και αδικούνταν.

 

Ο  Θοδωρής, οπως το περιμέναμε σκοτείνιασε βουβός με το «μετζεσόλα» αλλά ο Έρως τον συγκρατούσε.

 

Στο αποσπερνό, φτάσαμε στον Βόλο. Ο Θοδωρής κατέβασε τις βαλίτζες, δεν ήταν υποχρεωμένος να τις ρίπτει σε βάρκα, όπως σε άλλους λιμένες και η οικογένεια μαζεύτηκε ενωμένη, μόνο που δεν υπήρχε το στίφος των παρακλήτων που νοίκιαζαν δωμάτια. Ηταν αρχές Αυγούστου και όλα είχαν κλειστεί.  Ένας νάπτης μας έδειξε την παραλία σαπέρα και μας είπε πως μπορεί να υπάρχει διαθέσιμο ξενοδοχείο, έστω με πολλά ζόρια.

 

Οπότε ο Θοδωρής, θέλοντας να συνδυάσει την ρομαντίλα με την οργάνωση, μας λέει «πάω να φέρω παϊτόνι, περιμένετε». Και φεύγει προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, δρομαίος.

 

Καθόμαστε πάνω στις βαλίτζες, φεύγει ο ήλιος, διακρίνεται η Πούλια, προς το Σέσκλο χάνονται τα διακοσμητικά τριαντάφυλλια του ουρανού, περνάνε τρία τέταρτα, όταν, υπό αχνό δημοτικό φωτισμό, διακρίνεται, παράλληλα με αυτοκίνητα και τρίκυκλα, ένα παϊτόνι κυριολεκτικά μπαταρισμένο, ως αβέβαιη του φόντου σκιαγραφία.

 

«Μαμά, μαμά, ένα παϊτόνι» φωνάζει ο επταετής αδερφάκος μου που ξεχώριζε τις μάρκες των αυτοκινήτων και οχημάτων σαν το κιρκινέζι τον ποντικό.

 

«Να μου το θυμηθείτε πως αυτό έκλεισε ο πατέρας σας» σχολιάζει η μάνα-Λίτσα.

 

Όσο μεγάλωνε το εκτύπωμα, βλέπουμε δίπλα στο παιτόνι να τρέχει ένας Θοδωρής λαχανιασμένος, με τη γλώσσα έξω και κάθιδρος, αλλά με ένα γελαστό φεγγάρι πρόσωπο με σπαρταριστό μάτι και ευτυχής. Μας φωνάζει:

 

-Βρήκα, Λίτσα, βρήκα!

 

Μήτε που του πέρασε από το μυαλό να επιβεί στην καρότσα και να ΄ρτει σαν συσταζούμενος άνθρωπος.

 

Ο αμαξάς σταμάτησε μπροστά μας και αρχίσαμε να φορτώνουμε τες βαλίτζαις. Χαρωπός ο Θοδωρής, πλησιάζει τη Λίτσα του να την βοηθήσει αβρά να ανέβει στο παϊτόνι , οπότε η Λίτσα τον ελέγχει ψυχρά;

 

-Άλλο κουτσάλογο δεν μπορούσες να βρείς;

 

Ο Χάλδος εξερράγη, σα να έβλεπε κακόν εφιάλτη στην μορφή γείτονος εκ γένους Χαλύβων με τους οποίους ως Φυλή είχε ανοιχτούς λογαριασμούς από την εποχή της καθόδου των Μυρίων. Δεν μίλησε και τυλίχτηκε με την τόσο προσφιλή του εύγλωττη σιωπή. Το επόμενο βήμα θα ηταν να βλαστημήσει τα θεία, πράξη που έκαμε άπαξ στον μακρό οικογενειακό μας βίο. Όχι τότε. Πάντως δεν ανοιξε το στόμα του ενώ διασχίζαμε την παραλιακή και ο αμαξάς πετάγονταν σε κάθε ξενοδοχείο ρωτώντας για διαθέσιμο δωμάτιο.

 

Τελικά βρέθηκε ένας χριστιανός και μας έστρωσε στην ταράτσα του ξενοδοχείου του, να κοιμηθούμε. Αυτομάτως, η ξινίλα της Τρωαδίτισσας πέρασε, ο Θοδωρής ξεμούτρωσε κι άρχισε να τραγουδάει Σώτο Παναγόπουλο, επομένως θα ξημέρωνε και  ο Βόλος μας περίμενε με το τρενάκι για τις Μηλιές, για την συνύπαρξη με τον Καμπαφλή στο ρεστοράν του Μεταφτσή, στο τούρκικο τραγούδι «τσάχπιν, τσάχπιν» που πρωτακούσαμε στα «Πευκάκια» απέναντι, και ήταν ουσιαστικά το ελληνόγλωσσο «Φύγε, φύγε» που ήταν δημοφιλές στην χώρα.