Μικρότερος, μάτιαζα πολύ. Και αυτό δεν με τρόμαζε, αλλά το θεωρούσα έργο μιας ατομικής πρόνοιας.
Πρώτη φορά το κατάλαβα, όταν ατάκτησα στον εκκλησιασμό, και ο επιτηρητής με πιάνει και μου λέει «δεν θα σε τιμωρήσω, αλλά να πας να το εξομολογηθείς στον τάδε καθηγητή, κι αυτός θα αναλάβει». Πέρασα μια φρικτή νύχτα και το πρωί, σύρθηκα στο Γυμνάσιο και τον αναζήτησα. Τζίφος. Μου είπαν ότι πήρε μετάθεση σε άλλη πόλη. Ανάρπαστος γέγονε.
Αυτά, επί Αϊζενχάουερ. Επί Τζόνσον, κάναμε ρομαντική βόλτα με το κορίτσι μου στην παραλία και την ατμόσφαιρα διατάραξαν τακουνάκια βιαστικά στο πλακόστρωτο.
Γυρνάω ενοχλημένος και η τακουνοφόρος κυρία σωριάστηκε καταγής αναιτίως, οπότε έτρεξα και την σήκωσα ευγενώς.
Αργότερα, σε ένα πάρτι από τα σπιτικά, επί Νίξον, καθόμουν ευτυχής με βερμουτάκι και η κοπέλα που μ΄ενδιέφερε απάντησε στο θυροτηλέφωνο με θέρμη σε ένα όνομα που ήξερα πως υπήρξε ο δεσμός της.
Την κοίταξα με ένταση, και είδα εμβρόντητος πως από την καρέκλα μου έως το θυροτηλέφωνο, όποιος ζων οργανισμός υπήρχε στην ευθεία του βλέμματός μου, άλλος έπεσε από τον καναπέ, δυό απέναντι τσακώθηκαν, και ενός του έπεσε το ποτήρι από τα χέρια.
Αυτήν την εικόνα μετέφερα επί Γουοτεργκέητ στην τριμελή ομάδα όπου ανήκα, ενώ ταξιδεύαμε με μια μπεεμβέ πενταμισάρα όπου ο Οντίν είχε προσθέσει μια ψαροκασέλα με ρόδα και να χωράμε όλοι, ενώ κατηφορίζαμε προς το κάστρο στο Ορφάνι και σπάει το αξονάκι της πρόσθετης ρόδας και μείναμε στον άσσο.
Ενώ περιμέναμε δυο μέρες να το φτιάξει ο μάστορας, καταφύγαμε στην ανατολική πλάζ της Καβάλας λόγω αψιλίας και χαζεύαμε τους κολυμβητές. Εκεί, ο Οντίν μας εξήγησε διάφορα περί ακτίνων, μυήσεων και σποράδην διάφορα θεοσοφιστικά, και καθώς τον κοιτάγαμε δύσπιστοι, μας έδειξε αποδείξεις.
Προσηλώνεται σε ένα ζευγάρι που λιάζονταν αγκαλιασμένο, μας λέει «τώρα θα τους κουτρήσω τα κεφάλια» και στη στιγμή το ζευγαράκι τσακώνεται με φωνές.
Αφου ο Οντίν ολοκλήρωσε το φροντιστήριο, μας έβαλε στα δύσκολα. Ξαπλώσαμε στην άμμο και οι τρεις και μας παροτρύνει να ενώσουμε το βλέμμα του με τα δικά μας.
Επιλέγει την μακρυνή πλάτη μιας γυναίκας που διαβαζε και λέει «τώρα την αγγίζω» και εκείνη στα είκοσι μέτρα ξύνεται αφηρημένα με το ένα χέρι εκεί.
Μετά μας λέει «όλοι μαζί, πιάστε την απότομα από τους ώμους» και η γυναίκα παρατάει το βιβλίο αρπάει μια ρακέτα και τρέχει να παίξει ζωηρή με τον συνοδό της.
Τον ρώτησα αν υπάρχει αντίδοτο σε όλα αυτά.
«Βεβαίως» μου λέει. «Να περιβάλεις τον άλλον σε κύκλο ασυλίας». Υπήρχε γκάμα: από προσωρινή περιχαράκωση, αν το άτομο σου ήταν αδιάφορο ή ξερωγώ, έως ο βαρύς ο κύκλος ο μόνιμος, με τρεις «περιβόλους» και από μέσα σου να λές διάφορα αποτροπαϊκά, αν το άτομο ή η ομάδα σου ήταν συμπαθής και δεν θα κινδύνευε από λάθος μάτιασμα.
Πέρασαν τα χρόνια και οι Πρόεδροι κι εγώ δεν μάτιαξα κανέναν, συνειδητά. Αλλά απέκτησα το χούι να κυκλώνω κάθε προσφιλές μου ον, άσχετα άν χωρίζαμε ή πέθαινε.
Ώσπου επί Ομπάμα κατάλαβα πως μπορώ να ξεματιάζω.
Η μάνα μου ήταν στα τελευταία της και ήξερα πως η ιδιότητα μεταφέρονταν από θήλυ σε αρσενικό, οπότε προθύμως έλεγα και λέω το φλυτζάνι, και δεν είναι ολίγοι οι φίλοι που, γνωρίζοντας πως μένω άυπνος ακόμη κι αν κοιμάμαι, μου τηλεφωνούν απ΄όπου γης για να τους γιατρέψω.
Κύκλους προστασίας σπανίως δημιουργώ, κι όποτε με πιάνει το διαολίκι, και μου΄ρχεται να καταραστώ, καταριέμαι τον εαυτό μου κατ΄αποκλειστικότητα.
Εξάλλου ήταν καιρός. Η Γκρέτα, νέο κορίτσι, ήδη κοίταξε τον Τραμπ με το «ειδικό βλέμμα». Το έθιμο δεν πρόκειται να εκλείψει λοιπόν, μια χαρά όλα.