Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η γιαγιά ακίνητη στο διπλό κρεβάτι, ενώ η μαμά κρατούσε από πάνω της ένα λευκό σεντόνι. Τη σκέπασε. Πάγωσα. Πριν καν βουρκώσω, η γιαγιά πετάχτηκε ζωηρή. Δείχνει με το μπαστούνι: “Να, μέχρι εδώ θα το γαζώσεις! Δεν τα θέλω χαχόλικα. Από μέσα, εσώρουχα βαμβακερά, όχι το κομπινεζόν που έχει η βαλίτσα!” (Η μαμά κλαίει) “Α, ρε μάνα, κάθε χρόνο τα ίδια”. (Εγώ γελάω) “Τι έγινε, τα βγάλατε τα καλοκαιρινά;”
Αυτή η βαλίτσα είναι έτοιμη για το ταξίδι εδώ και χρόνια. Αθήνα-χωριό, “μην ξεχάσετε τη βαλίτσα!” Πολλά μέτρα ύφασμα. Μια κουλούρα από φυσικό κερί. Εσώρουχα. Μια καλή αλλαξιά και παπούτσια. Κάθε πέντε χρόνια την άνοιγε και κάναμε τις απαραίτητες βελτιώσεις. “Άμα φύγω καλοκαίρι, να μη μου βάλετε την χοντρή τη ζακέτα και μας κοροϊδεύει ο κόσμος, αν φύγω χειμώνα μην ξεχάσετε τις ζεστές τις κάλτσες”.
Τον έχει φίλο το θάνατο. Προετοιμάζεται για τη μεγάλη στιγμή καιρό. “Πριν κλείσω τα μάτια θέλω να με αξιώσει ο Θεός να παω στα Ιεροσόλυμα”. Και στο άκουσμα του φευγιού….
― Γιαγιά, πέθανε η Αρίθα Φράνκλιν.
― Πόσο χρόνων ήτανε;
― 76!
― Α, ρε Θεέ, παίρνεις τους νέους και αφήνεις εμάς πίσω να τυρρανιόμαστε!
Τα πρώτα σάβανα ήταν στο χρώμα της ώχρας. Έμοιαζαν ήδη πολυκαιρισμένα και δεν της γέμιζαν το μάτι. Ήθελε λευκά. Η μαμά πήρε το κιτρινιάρικο πανί και γάζωσε κουρτίνες για την κουζίνα. Στην αδερφή μου δεν το είπαμε ποτέ αυτό, γιατί το έτρεμε το περιεχόμενο της βαλίτσας. Εμένα πάλι με συγκινούσε πολύ ο συμβολισμός. Το φως του ήλιου ακόμα και σήμερα μας το κρύβουν αυτά τα σάβανα.
“Τα έφαγα τα ψωμιά μου Λενίτσα”. Κάθισε στο τραπεζάκι. Καθάρισε τα βραστά αυγά σιωπηλή. “Tο Kυνήγι του Eλαφιού, το καλό το κέντημα, θέλω να το πάρεις εσύ”, είπε. “Είναι κάτω από το κρεβάτι, δίπλα στη μαύρη βαλίτσα”.