Αύγουστος
14-08-2020

Στην άκρη του ορίζοντα διακρίνεται ένας πλαστικός μονόκερος. Ο ελαφρύς παφλασμός του νερού τον μετακινεί απαλά πέρα-δώθε, κάποιες παιδικές φωνές διεκδικούν την χρήση του, έχει χρώμα ρόζ-κίτρινο-μπλε και άσπρο.

Μέσα στην θάλασσα, δύο γυναίκες και ένας άντρας κολυμπάνε αργά και συζητάνε. Το ελαφρύ αεράκι μεταφέρει τις φωνές τους ως την ακρογιαλιά, κάτω από την ομπρέλα μου. Συζητάνε για τον κορονοιό και τις οικονομικές επιπτώσεις στο περιβάλλον τους. Ο άντρας κυριαρχεί στην κουβέντα, και οι γνώσεις του για τις επιχειρήσεις που πλήττονται είναι αρκετά εξειδικευμένες, έτσι που σιγά-σιγά οι λέξεις του γίνονται αδιάφορες και κυλάνε σαν στραγάλια στο χώμα.

Πενήντα μέτρα πιο εκεί, ένα ζευγάρι μετακινεί τις καρέκλες του, και κάθεται με τρόπο που ο ένας να αντικρίζει τον άλλον. Έχουν μια οικειότητα καθώς μετακινούνται, και μια αρμονία εξαιρετική. 

Η γυναίκα, διαβάζει με προσήλωση ένα βιβλίο. Φαίνεται πως αυτό που υπάρχει στις σελίδες του, την συναρπάζει και την κάνει να ξεχνάει την θάλασσα πίσω της. Προσπαθώ να μαντέψω τί δουλειά κάνει, αν έχει παιδιά, πόσο ευχαριστημένη είναι από την ζωή της, αν αγαπάει τον άντρα που κάθεται δίπλα της.

Εκείνος φοράει μαύρα γυαλιά και κοιτάζει την θάλασσα. Είναι ψηλός, αδύνατος, φοράει μπλέ σορτσάκι και οι κινήσεις του προδίδουν μια ανεπαίσθητη θηλυπρέπεια.

Όταν σηκώνονται για να κολυμπήσουν, το κάνουν και πάλι μαζί, με ενορχηστρωμένες κινήσεις πέφτουν ταυτόχρονα στο νερό, γελάνε με κάποιο αστείο που είπανε, επιστρέφουν στην ακτή μαζί, η σχέση τους μοιάζει με γαλήνιο παφλασμό νερού σε καλοκαιρινό δειλινό.

Είναι 12 Αυγούστου του 2020, ο καιρός είναι φανταστικός, η θάλασσα αμνιακός σάκος, σε περικλείει, σε αγκαλιάζει και σε κανακεύει, μάνα και θεότητα μαζί, αφήνεσαι με πίστη, χάνεσαι μέσα της, σε διαλύει και σε συναρμολογεί, αφαιρεί άχρηστα κομμάτια, ξεσκονίζει εγκαταλελειμμένα, φυσάει μέσα τους νέα πνοή, «κοίτα» μουρμουρίζει, «εδώ άνοιξε ένας καινούργιος χώρος, ρίξε σποράκι να δεις τι θα φυτρώσει», δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά σου, είναι αλμυρά, αλμυρή είναι και η θάλασσα, κάτι σπάζει και  λιώνει στο στήθος σου, μια νοσταλγία βαριά σαν πέτρα κατρακυλάει στον βυθό, βγαίνεις έξω, τα χαλικάκια καίνε στις πατούσες σου, κυλάνε στο χώμα οι αλμυρές σταγόνες, η άμμος αδιάφορη τις στεγνώνει γρήγορα.