Διαβάζω ό,τι μπορώ, καθημερινά και με αφοσίωση. Ομολογώ πως μου ξεφεύγουν πολλά, αφού άλλαξα αρκετές φορές επάγγελμα και κάθε νέα απασχόληση έχει τις δυσκολίες της. Κυρίως αντλώ για παλαιότερες εργασίες από το «Εθνικό κέντρο τεκμηρίωσης» τις σελίδες από το «Academia» που είναι προσιτές, καθώς πρέπει να διαλέξω μεταξύ συνδρομής στο Netflix και του Academia. Ότι, γενικώς, είναι προσιτό και αδάπανο, το τσιμπάω.
Έχω την μάλλον βλακώδη και ξεκούδουνη εντύπωση, πως το γνωστικό μου αντικείμενο με χρειάζεται όλο και λιγότερο και χαίρομαι γι΄αυτό. Περίσσεψαν οι αναδημαϊκές εργασίες, οι περισσότερες πλήρεις και ενδιαφέρουσες. Φυσικά υπάρχουν και μπάζα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση.
Το 1982, κατάφερα να περαιώσω έκθεση μετά χαρτών, 30 σελίδων με τίτλο «Ιστορική γεωγραφία της πεδιάδας των Βασιλικών». Μεγάλοι περίπατοι στον χώρο από το 1971 και τα αρχεία που είχαν εκδοθεί έως το 1982, κάλυπταν αυτό που λέμε «αυτοψία μετά μελέτης». Υπέβαλα τη δουλειά στο Εθνικό ίδρυμα Ερευνών και το 1985, υποστήριξα μέρος των ευρημάτων μου σε μία διάλεξη στο ίδρυμα με τίτλο «Μεσογαία Μεσόγειος: γα το πρόβλημα της μεσαιωνικής ενέργειεας» που ήταν ένα είδος contra-Lefort αντιπαράθεσης, πάνω σε ένα βιβλίο του για τα μεσαιωνικά χωριά της Χαλκιδικής. Γενικά, δεν συμπαθώ τις εκδόσεις και δημοσιεύσεις «υπέρ της καριέρας» -μια λέξη που αγνοώ συνειδητά, διότι υπάρχει και η απόλαυση της ζωής, η διόρθωση ημαρτημένων και άλλα, προσωπικά αμαρτήματα. Εντούτοις το εργατήριο προσχωματικού χρυσού που ανέσκαψε η φίλη Πόπη Θεοχαρίδη, το χάρηκα και το μετέτρεψα σε τηλεοπτική εκπομπή υπό το τίτλο «ο χρυσός των Μακεδόνων». Είχα και την ονομασία των λιθοσωρών, από τον εγκρατή Μάκη Παπάγγελο: «αγραμμάδες». Κόλλησα από ανάλογες παρατηρήσεις, ρεματιά και κρημνό του Πάικου ονόματα Γράμμοσκα, ήξερα την Γραμμουστίκεια, τη ρεμματιά από την Περιστερά στον Βασιλικώτικο, το όρος Γράμμος ο οικισμός της Γράμμοστας και πολλά «αναχύματα» πετρών στη συμβολή του Βενέτικου με τον Αλιάκμονα όπου ανάμεσα στα χωριά της πέριοχής έλαμπε ένα «Φέλλιον» του όπερ σημαίνει «ρίνισμα χρυσού». Τα επίλοιπα τα έμαθα απο την ανασκαφή Κίσσα στο Callicum, χρυσοφόρους λόφους και σταθμό ρωμαϊκής οδού νοτίως του Κιλκίς.
Αλλά για να φτάσω στις δεξαμενές και τις λιθοσωρείες, εντόπισα την Αγία Ευφημία, βρήκα τους χελανταρινούς μύλους της Ροπαλαίας και την δουλεία του εκεί ύδατος, ανέβηκα στο Παλαιόκαστρο και στην μικρά τύμβη, περπάτησα ανώνυμο μεσαιωνικό οικισμό άνω του χείλους του μοναδικού καταρράκτη της περιοχής, βρήκα την Τζεχλιάνη και παραλίγο να με βαρέσει ο όφις η σαΐτα στο λαρύγγι, έφτασα στις κορυφές Λανάρι και Βούζαρι με το κατρελάκι, πήγα στους Ισενλήδες, ήτοι την Μερσινούδα και χάραξα ακριβέστερους χάρτες. Επίσης, επαλήθευσα τη πληροφορία του Τάκη Γραμμένου για έναν λόφο –κουμπέ το κέντρο της κοιλάδας προς Βασιλικά, πηγή πυριτόλιθου την οποία επαλήθευσα στην ΒΑ πλευρά του υψώματος.
Αυτά τα έζησα, τα ξέχασα, πιστός στην πεποίθηση πως η μνήμη δεν είναι αξιόπιστη, αλλά το βλέμμα είναι.
Σκεφτείτε όθεν την απόγνωσή μου όταν διαβάζω ένα άρθρο δεκαετίας τριών επιστημόνων που ανέβηκαν τη ρεματιά, κάνοντας βόλτα στην ουσία και το μόνο που βρήκαν ήταν μια αμφισβήτηση κατά πόσον υπάρχει πυριτόλιθος σε ένα λοφάκι. Οι μεσαιωνικές ονομασίες πουθενά, μόνον πληροφορίες χωρικών για τις ονομασίες. Τρεις άνθρωποι βρέθηκαν σε ένα αποθέτη όπου ο 14ος αιώνας τους τραβάει από το μανίκι (όπως και σύμπασα η Χαλκιδική η Στρυμονική λεκάνη και πλείστα όσα) σε πρόβουνο του Χορτιάτη που κρατάει τα κλειδιά της Κρανέας και του Ζεμενίκου και δέκα μεσαιωνικά χωριά, συν είκοσι υδρομυλικά εργαστήρια και μαρτυρίες με το τσουβάλι. Είχαν ωστόσο το ίρτζι να προβούν σε ανακοίνωση, υπό την σκέπη της υπηρεσίας.
Τους δρόμους προς τον Ασώματο, τα Σιανά, τον Δελβίνο και τα παρονόματα ανθρώπων του μεσαίωνα που εξακολουθούν να είναι σε χρήση και σήμερα χώρια της Περιστεράς και του Πουρναροχωρίου τα γκρέμια και τον ένατον αιώνα τους, ας τα βρουν οι κατά καιρούς αποθαμένοι και θαμένοι στα κιβούρια και στα μνημόρια τους. Ας βρουν στο αρχείο μου ό,τι είναι διαθέσιμο και καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρα της ζωής. Παρεκτός και προτιμάτε το διαρκέστερο «την Συρία πολλοί εμίσησαν, τη Στυρία ουδείς».