Η Σάρα Τσώρτσιλ στην ταινία Serious Charge (1959).
Αυγή διπλωμένη
06-05-2021

Δεν χρειάζεται οι φωτογραφίες να είναι πειστικές.

Ήταν Μάιος και έσκαγε ο τζίτζικας, περιμένοντας την απαραίτητη μαγιάτικη μπόρα στα Γιαννιτσά. Δεν είχαν βγει από μανάδες και νοικοκυρές τα θερινά. Άρα, φορούσα, στο παλιό Γυμνάσιο, το 1963, το χειμωνιάτικο κοστούμι από την Μέλκα, με εναλλασσόμενες λεπτές ρίγες καφετιές με σκατί.

Κι έξω από την αυλή, κάποιος άφησε ένα μηχανάκι ζούνταπ με σκελετό μαμούθ, μια ιδιοκατασκευή καθόλου ασυνήθιστη. Οπότε, όταν βγήκε κάποιος συμμαθητής και έβγαζε φωτογραφίες, πήγαμε με τον Μπίλη και τον Τάκη Νικέζη και οι τρεις τριγυρίσαμε το ορφανό μηχανάκι και χαμογελαστοί ποζάραμε, τάχα πως ήταν εδικό μας. Με το δέον «αλήτικο» ύφος, δήθεν μαθητές, πλημμυρισμένοι διαφόρων τύπων τσιγάρα, με τα πρόσφατα αποτσίγαρα πίσω από την μεγάλη αγριομουριά.

Την φωτογραφία, με τον γνωστό σαρκάζοντα σχολιασμό, την έβαλα στο «ροκ των Μακεδόνων». Μπορεί να απιστήσετε, αλλά ήταν 18 Μαΐου. Ο Λαμπράκης ζούσε και οι αντιφρονούντες ετοιμάζονταν.

Κοιτάζω στο ημερολόγιο. Ήταν Σάββατο. Τότε, χωρίς πενθήμερο, το Σάββατο ήταν μισή παρηγοριά. Γυρνάω στο σπίτι κάθιδρος και η μάνα μου λέει «να σου πάρουμε μια ρετσίνα» εννοώντας το καλοκαιρινό παντελόνι. «Δεν θέλω» απαντώ προκλητικά. «Δώσε μου λεφτά να αγοράσω μόνος μου».

Αρνήθηκα την τοπική αγορά. Ψοφούσα να βρεθώ στη Σαλονίκη, με τα ξαδέρφια μου. Πεινούσα και διψούσα μια σκοτεινή αίθουσα, την ανωνυμία ενός σαλονικιώτικου σινεμά. Το απόγευμα, άνοιξα τεφτέρι, επονομαζόμενο «Φύλλα στο φως» που ήταν η αποθήκη ποιημάτων που αγωνιζόμουνα να γράψω και σημειώσεων ημερολογίου. Έγραψα ό,τι ήταν βολετό, ενώ σε κώδικα αυτοσχέδιο σημείωσα που είδα έξω από του Ράλλη μια Μαρία που μου χαμογέλασε.

Στην οικογενειακή μάζωξη, μου έδωσαν χρήματα για παντελόνι και πουκάμισο κοντομάνικο, τα ναύλα για το ΚΤΕΛ και το αστικό Βαρδάρι-Ευζώνων και ρεγάλο ένα ασημί ασπαίρον εικοσάρικο. Έξτρα.

Θα έφευγα την άλλη εβδομάδα. Είχε ήδη σαρωθεί ο Λαμπράκης από το τρίκυκλο και οικογένεια σύμπασα πρόσεξε πως τον νοσήλευαν στον ίδιο θάλαμο του ΑΧΕΠΑ όπου ο πατέρας μου είχε νοσηλευτεί για πνευμονική εμβολή.

Μόλις βρέθηκα Σαλονίκη, Οδυσσέως 2, πρώτη πάροδος Μοναστηρίου καλντεριμωτή, με το παλαιό καφενείο που είχε σκελετούς από μπαμπού για να διαβάζονται οι εφημερίδες, αγόρασα μιαν «Αυγή» από τη γωνία του «Πατέρα χάνι» και ο εφημεριδοπώλης, έμπειρος, μου την πρόσφερε διπλωμένη.

Τότε δεν υπήρχαν μονόδρομοι και πήγα στων θειών μου το σπίτι και με τα ξαδέρφια μου πήγαμε σινεμά, στο «Εισαγγελεύ απολογήσου» με τον Άντονι Kουέηλ και την Σάρα Τσώρτσιλ (πρώτο πλάνο, να φοράει το σουτιέν της μετά απο μία τσαϊράδα, ήταν η ταινία Serious Charge του 1959).

Την άλλη μέρα, πήγαμε με τις εξαδέλφες μου ως συμβούλους ιματισμού και αγόρασα θερινή στολή, παντελόνι ρετσίνα και μπάιρον πουκάμισο.

Το απόγευμα είδαμε το «Αυτό το κάτι άλλο» του Γρηγορίου σε μουσική Κλάβα, που κατέληγε με το τραγούδι «αυτό το κάτι άλλο / το βρήκα στη δουλειά», και γύρισα στα Γιαννιτσά.

Ο Λαμπράκης πέθανε την άλλη μέρα και ήξερα πως θα ράγιζε η χώρα, καθώς η μεγάλη απεργία των δασκάλων και ο βαρύτατος χειμώνας (19 Ιανουαρίου – 2 Φεβρουαρίου 1963) ήταν πρωτοφανείς διοσημείες.

Αλλά δεν ράγισε.

Ο Κλικλής με τον πρωθυπουργό των Δεκεμβριανών, ανέλαβαν να αλλάξει το πολιτικό κλίμα, αλλ’ αυτό ήταν μια άλλη σελίδα στα «Φύλλα στο φως». Αρνήθηκα να τα βαφτίσω ορθώς ως «Φρούτα στο σκότος».