Κατά μήκος του αρχαίου δημόσιου δρόμου δεν υπήρχαν βενζινάδικα, σούπερ μάρκετ, καντίνες, μοτέλ, καφετέριες, παρκαρισμένα οχήματα, αποχωρητήρια, αναψυκτήρια, κτιστοί και άκτιστοι χώροι διασωληνωμένοι με μούζακ παρά μόνο τάφοι. Ένας ορμαθός μνημάτων ακουμπούσε στο μαρμάρινο στέρνο της αιωνιότητας μετουσιώνοντας συμβολικά και αισθητικά τη διαδικασία του πένθους· συνόδευε την αρχή και το τέλος του εγκόσμιου ταξιδιού, σαν την είσοδο στην και την έξοδο από την πόλη, με μάρμαρο, πέτρα, γραφή, χώμα και μορφή— τα ιδιωτικά σύνεργα δημόσιας μνήμης. ΕΣ, ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΤΗΛΗ
τύμβωι τε στήλη τε· τό γαρ γέρας εστί θανόντων. ΙΛΙΑΔΟΣ Π 675
Ω σκέψη φρικτή! πού, αλίμονο, / του Χρόνου το ομορφότερο στολίδι, από του Χρόνου το σεντούκι να κρυφτεί; / ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΣΕΞΠΙΡ, ΣΟΝΕΤΟ 65
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Δυο τρία ήταν τα πραγματολογικά στοιχεία όπου πατούσαν οι μύθοι του προσώπου σου που αγαπούσα και έτρεφα. Δε χρειαζόμουν περισσότερα—έφταναν και με το παραπάνω. Ορισμένες πληροφορίες διαθέτουν αρμονικές και μακρινούς αντίλαλους. Ας πούμε, αν είχες συνειδητά αποφύγει την ιδιωτική άσκηση ιατρικής, το είχες κάνει γιατί πίστευες πως ιατρική που να σέβεται τον εαυτό της μπορεί να ασκηθεί μόνο σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Παρά τις οικονομικές περιπέτειες της οικογένειάς σου, που περιλάμβαναν μια τραγική αυτοκτονία και την ορφάνια σου από νωρίς—τις προσπέρασες μάλλον παρά μου τις αφηγήθηκες σε ηπίως εξομολογητική στιγμή σου, και πάντα με αφορμή και σαν παρηγορητική ανταπόκριση σε δικά μου αντίστοιχα παθήματα—διέθετες οικονομική ανεξαρτησία. Ώστε η επιλογή να παραμείνεις νοσοκομειακός γιατρός ενταγμένος στο κρατικό σύστημα υγείας με εξουθενωτικά ωράρια απανωτών εφημεριών να μη σημαίνει παρά αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στην επιστήμη σου και περιφρόνηση του κέρδους. Όταν κάποτε βρέθηκες αντιμέτωπος με το αναπάντεχο ήθος του κήπου στην πίσω αυλή του σπιτιού κοινού γνωστού μας, στάθηκες σκεφτικός και τον κοίταξες αρκετή ώρα προτού μιλήσεις. Θυμάμαι ακόμα τη βαθιά ησυχία και τον μικρό κήπο να ηρεμεί σα φυσική στεριά στο κέντρο αόρατης ακύμαντης λίμνης. Η κηπουρική του ιδιοκτήτη πρόβλεψε και μια αληθινή λιμνούλα υπακούοντας σε προσεκτική ολιγαρκή λατρεία του νερού. Για να σπάσει, ας πούμε, τη μονοτονία της υδάτινης επιφάνειας και τη διαιώνιση του παραπλανητικού ψεύδους των αντανακλάσεων, σκέφτηκε να συμπεριλάβει έναν μικρό στεριανό παιχνιδότοπο για τους βάτραχους, μια δυο χελώνες και όποια άλλη καλοδεχούμενη πιθανότητα υδρόβιας ζωής. Όταν μίλησες, κατέγραψα την περιγραφή: «ένας κήπος χωρίς μελόδραμα—σαν ταινία του Όζου». Έτσι με έπαιρνες από το χέρι και με οδηγούσες πάλι αριστοτεχνικά σε μια κοινή αισθηματική αρχή μας— τη σκοτεινή απομόνωση μιας αίθουσας περισυλλογής που η αλήθεια την έχει ανάγκη για να προβληθεί παραστατικά και να συναρπάσει τους θεατές σαν πλούσιο πολύπλοκο έργο της φαντασίας σε φωτεινή οθόνη.
Θα κάνω μια μικρή πένθιμη στάση εδώ για να ξαναζήσω όσα ξετυλίχτηκαν μπροστά μου στο γυμνό μακρόστενο νεκροθάλαμο της μοιραίας αστικής νεκρόπολης στα πρόβουνα του Υμηττού. Σε πλησίαζα αργά, σαν σε προσεκτικό ζουμάρισμα του φακού στο θέμα. Δεξιά και αριστερά, αντικριστά στο φέρετρο προσπέρασα δυο σειρές ανθρώπων που σε παράστεκαν καθιστοί κλαίγοντας σιωπηλά. Θόλωσαν οι φιγούρες τους μέχρι που χάθηκαν στο βάθος της κινηματογραφικής σκηνής όπου ανήκαμε έξαφνα όλοι. Παράξενα πλάσματα που ζούσαν στην πολλαπλή πραγματικότητα του κινηματογραφικού χωροχρόνου που μόνο με τον ονειρικό μπορεί να παρομοιαστεί. Ανοίγοντας την αυλαία της κοινής κινηματογραφικής μας ζωής ξεπρόβαλε ο ογδοντάχρονος Ερμάνο Όλμι που είχαμε και οι δυο μας κάποτε υποκύψει στον ποιητικό ρεαλισμό της «Θέσης» του, των «Αρραβωνιασμένων», του θρυλικού «Δέντρου με τα τσόκαρα». Υποβασταζόμενος, μα με το πνεύμα οξύ, ανθρωπιστικό πάντα και σίγουρο για την πρωτοκαθεδρία και τις πρωτοβουλίες της ποίησης, ήρθε καλεσμένος να διευθετήσει το πλάνο της νέας έκθεσης του «Νεκρού Χριστού» του Αντρέα Μαντένια στην Πινακοθήκη Μπρέρα στο Μιλάνο. Με μια δραστική χειρονομία απόσπασε τον πίνακα από τη βαριά χρυσοποίκιλτη κορνίζα. Αφαίρεσε το χορό των θρηνούντων κρατώντας μόνο τα παραμορφωμένα από τον πόνο πρόσωπα της Μαρίας και της Μαγδαληνής. Στη θέση του αγαπημένου μαθητή Ιωάννη έβαλε τον απαρηγόρητο Δημήτρη σου. Κατέβασε τον πίνακα χαμηλά και τον προσγείωσε να αιωρείται μισό μέτρο και κάτι πάνω από το έδαφος. Έτσι μας ανάγκαζε όλους να σκύψουμε ή να γονατίσουμε για να συναντήσουμε την εικόνα—ένα μετέωρο οδύνης— που ήσουν εσύ. Εξαφάνισε το κλειστοφοβικό νεκροστάσιο του κοιμητήριου στου Ζωγράφου. Βύθισε το χώρο στο ευλαβικό σκοτάδι μιας προστατευτικής κατακόμβης. Κράτησε μόνο την αστραπή της ποίησης που διαπερνά το σκοτάδι της ιστορίας. Αφαίρεσε αποφασιστικά τον ρεαλιστικό μα ωστόσο σμικρυμένο στις απαιτήσεις ενός προοπτικού απρόσιτου ψυχικού βάθος ύπτιο Χριστό. Στη θέση του, αλλάζοντας μόνο τη στάση των χεριών, ξάπλωσε με τρυφερό δέος εσένα. Η πραγματικότητα, το στενόχωρο φέρετρο, τα αμήχανα χρυσάνθεμα, δε θα έστεργαν ποτέ να μιλήσουν παρόμοια γλώσσα.
Στιγμή δεν αμφέβαλα πως ήσουν στόφα ανθρώπου που τον απασχολούν οι λέξεις. Τουλάχιστον όσο, ή και περισσότερο, από την ιατρική. Και οι εικόνες. Εμψύχωσες και βόηθησες με ολόψυχη αφοσίωση τη ζωγραφική ευαισθησία του καλύτερου φίλου σου. Όμως ποτέ δε φλυάρησες για τους λογοτεχνικούς καημούς σου. Έτσι στη μοναδική αυτή περίσταση που βρέθηκες παρά τη θέλησή σου στο κέντρο του ενδιαφέροντος ενός πλήθους, ύπτιος μα όχι αναπαυμένος, στο στενόχωρο πορθμείο που ταξίδευε στα κύματα της οδύνης φίλων και συγγενών που ήρθαν να σε κηδέψουν—ήσουν πολύ και άδολα αγαπητός— άκουσα σαν σε αποχαιρετούσαν συγκινημένοι άνθρωποι να λεν ότι κάποτε είχες εκδώσει στην ιδιαίτερη πατρίδα σου, σε τοπικό εκδότη, ψευδώνυμα, εκτός εμπορίου και σε λίγα αντίτυπα, μια και μοναδική ποιητική συλλογή. Στην αρχή, η μεταθανάτια πληροφορία, ένα απρόσμενο opus posthumus, δίκοπη κάμα μαχαιριού που έλαμψε στο σκοτάδι, σαν δεύτερος θάνατος μα και μικρή αναστάσιμη αναλαμπή, διεκδίκησε απαιτητικά και ερήμην σου την πιθανότητα μιας άλλης, ανατρεπτικής, συνέχειας για τη ζωή σου και τη δική μου, για την κοινή μας μεταθανάτια ζωή, που θα ήταν μηδενισμός να την αρνηθώ. Βγήκα από την εκκλησία αφήνοντας στο χρόνο την απόφαση αν θα επιδιώξω να σε διαβάσω. Πόσο ανυπεράσπιστοι είμαστε οι νεκροί. Πόσο δεν μας αφήνουν να διεκδικούμε όπως εμείς θέλουμε την αγάπη των άλλων.