Κατά μήκος του αρχαίου δημόσιου δρόμου δεν υπήρχαν βενζινάδικα, σούπερ μάρκετ, καντίνες, μοτέλ, καφετέριες, παρκαρισμένα οχήματα, αποχωρητήρια, αναψυκτήρια, κτιστοί και άκτιστοι χώροι διασωληνωμένοι με μούζακ παρά μόνο τάφοι. Ένας ορμαθός μνημάτων ακουμπούσε στο μαρμάρινο στέρνο της αιωνιότητας μετουσιώνοντας συμβολικά και αισθητικά τη διαδικασία του πένθους· συνόδευε την αρχή και το τέλος του εγκόσμιου ταξιδιού, σαν την είσοδο στην και την έξοδο από την πόλη, με μάρμαρο, πέτρα, γραφή, χώμα και μορφή— τα ιδιωτικά σύνεργα δημόσιας μνήμης. ΕΣ, ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΤΗΛΗ
….πάντοτε σπεύδει προς τη λύση και στης αφήγησης το κέντρο σέρνει τον ακροατή, ωσάν να είναι τα υπόλοιπα γνωστά· / αφήνει όσα να λαμπρυνθούνε δεν ελπίζει με την ποίηση. ΚΟÏΝΤΟΥ ΟΡΑΤΙΟΥ ΦΛΑΚΚΟΥ, ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΧΝΗ, 148-150
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Δε θα σε γνωρίσω καλύτερα. Δε θα σ’ αγαπήσω ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Τέλειωσε το ταξίδι του χειμώνα. Τέλειωσα με τα όνειρά μας. Τέλειωσε η ζωντανή μας σχέση. Τώρα κρατώ στα χέρια μου το νεκρό βάρος, ένα ορυκτό απολίθωμα. Βαλσαμωμένη μέσα του η παλιά ζωή. Αυτό είναι το σκληρότερο μήνυμα του θανάτου. Ήρθε, όπως συνήθως, αναπάντεχα. Ένα δήθεν αθώο πρωινό που σφύριζε αφηρημένα χορτάτο με την κακία της λυσσασμένης καταιγίδας της προηγούμενης νύχτας, το όργιο της φυσικής καταστροφής. Όλοι κουβαλάμε μέσα μας την καταιγίδα του Βασιλιά Λιρ. Η σκηνοθεσία δε θέλησε να προσπεράσει το χαλασμό, τα πλημμυρισμένα υπόγεια, τα ξεριζωμένα δέντρα, τους μισοπνιγμένους άστεγους, επιμένοντας στο θρήνο ενός πουλιού που βλέπει να καταστρέφεται η φωλιά του απ’ τη μανία των στοιχείων.
Μισός παρά λίγο αιώνας ζωής στην ίδια πόλη και τον ίδιο χρόνο. Στον ίδιο ορεινό ορίζοντα. Την ίδια αίθρια κοντυλένια κορυφογραμμή. Τόσο απλώνεται η γνωριμία μας. Τώρα, ώρα καταμέτρησης, μετρώ και σκέφτομαι πως δεν μας άφησαν να γιορτάσουμε το ιωβηλαίο μας. Θα το γιορτάζαμε χωριστά. Αλλά εγκάρδια συντονισμένοι. Και ίσως μόνο με μια συνεννόηση που μπορεί και να περιοριζόταν σε αδιόρατα νεύματα και μισοειπωμένες διαθέσεις. Είναι παράξενο πόσο εύκρατη και γόνιμη ήταν η σταθερή απόσταση που κρατήσαμε μεταξύ μας. Δεν ξέρω αν το κάναμε συνειδητά. Μπορεί να ήταν η πρόνοια που μαρτυρείται μόνο από τις ευεργεσίες της. Μπορεί τα αισθήματά μας να αυτοπροστατεύονταν τυλιγμένα σε φασκιές από μετάξι ώστε ίσα που να φεγγίζουν οι ιριδισμοί τους Όπως η μουσική του Μορίς Ραβέλ, να προτιμούσαν να ονειροπολήσουν τις μεγάλες εντάσεις, τις ψηλές θερμοκρασίες παρεμβάλλοντας ένα όργιο μουσικής φαντασίας ανάμεσα στα ίδια και την πραγματικότητα, κρατώντας απαραβίαστο, μυχιότερο, το μυστικό του αδιαπέραστου πυρήνα τους. Προχωρούσαμε σε παράλληλους δρόμους, που σπάνια πλησίαζαν. Και πάλι, ελάχιστα. Ίσως και να φοβόντουσαν τις χρόνιες επιπτώσεις μιας πυρηνικής σύγκρουσης. Μήπως και φθαρούν από πιθανούς συμψηφισμούς και συγχωνεύσεις. Ανάμεσά μας στοιβάζαμε κυρίως μουσική. Όλον τον Μπαχ του Καρλ Ρίχτερ, και τον άλλον Ρίχτερ, τον Σβιατοσλάβ. Είναι παράξενο πόσο μας άρεσαν τα ίδια πράγματα. Ήταν κάποιας καλής θεάς δωρεά αυτό. Είναι παράξενο που δεν αναρωτηθἠκαμε ποτέ για το δώρο. Αλλά το απολαμβάναμε. Όπως απολαμβάναμε και τον κινηματογράφο. Είμαστε και οι δυο σοβαροί και γνήσιοι κινηματογραφόφιλοι παλαιάς κοπής και θεωρητικού εγκυκλοπαιδικού οπλισμού. Με πλήρη σώματα «Καγέ ντι σινεμά» και «Σύγχρονου Κινηματογράφου» στις βιβλιοθήκες μας, θητεία στο Μοσχοβάκη, το Μπακογιαννόπουλο, από κάπως πιο μακριά -το Ραφαηλίδη, νοσταλγία για την εποχή της κινηματογραφικής κριτικής τότε που οι κινηματογράφοι είχαν και μεσημβρινές προβολές, το σκοτάδι της αίθουσας ήταν ο φωτεινότερος ήλιος και ο αμφιβληστροειδής των κριτικών διέθετε πολιτική, γενική και δημοσιογραφική παιδεία και άφθαρτους φωτοϋποδοχείς από σελιλόιντ. Εξάλλου μια από τις ωραιότερες συναντήσεις μας, που ήταν κυρίως τυχαίες, συνέβη στην είσοδο κινηματογραφικής αίθουσας. Ανοίγει μια καταπακτή στην ετερόφωτη σοφίτα της μνήμης και ψιλοκρεμαστές ομπρέλες πυροτεχνημάτων σε νυχτερινό ουρανό προσδοκιών ξεσπούν τα φώτα εκείνης της εισόδου. Ένα πανηγύρι σπινθηροβόλας έξαψης σαν πολύχρωμα λαμπιόνια Χριστουγέννων στη βροχή—μπορεί και να έβρεχε—οι θεατές που έβγαιναν κουβαλούσαν συνεπαρμένοι μια ατέλειωτη παρέλαση κινηματογραφικών εικόνων, αυτοί που έμπαιναν, τα άδεια ανυπόμονα πλαίσια της προσδοκίας τους. Ήσουν ανάμεσα σε αυτούς που έβγαιναν και γελούσες ολόκληρος. Είχες την αποκλειστικότητα του γέλιου που δεν ξανασυνάντησα και δεν θα προσπαθήσω να μοιραστώ την ανοιχτή καρδιά του με κανέναν—δεν είναι από τα πράγματα που μπορεί να μοιραστεί κανείς. Πίσω σου ερχόταν όπως πάντα ο αγαπημένος φίλος σου. Εγώ ήμουν κυρίως μόνη μου. Γλιστρήσαμε σαν σε παγοδρόμιο όπου αντηχούσαν οι φωνές παιδιών που έπαιζαν, και τα βλέμματά μας γλίστρησαν κι αυτά το ένα πάνω στο άλλο ευτυχισμένα. Εσύ μόλις είχες δει τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» κι εγώ θα τον έβλεπα αμέσως μετά από σένα. Δεν ανταλλάξαμε ούτε μια λέξη. Όλα κράτησαν λίγα δευτερόλεπτα. Αλλά ήταν μια από τις ωραιότερες συναντήσεις μας και το ξέρω πως αυτό το πιστεύαμε και οι δυο.
Ήσουν γιατρός. Παθολόγος, σαν τον πατέρα μου. Κυρίως αγαπούσες τη μουσική, το διάβασμα και το γράψιμο. Έτσι σκέφτομαι πως σε έβλεπα σαν κρἰκο επανασύνδεσης με τους γονείς μου που δεν πρόλαβα να τους αγαπήσω ή να τους εκτιμήσω παρά μόνο μέσα από τα πράγματα που έκαναν ή θυμόμουν πως τους άρεσαν. Υπάρχουν μέσα μου σαν τίτλος άγραφου κεφάλαιου, εικονογραφημένο ωστόσο με αβάσταχτα αμοντάριστες, αμείλικτα αμίλητες εικόνες. Μια επώδυνη, επιτακτική αναμονή βιογραφίας που σκαμπανεβάζει σε φουσκοθαλασσιές αλληλοαναιρούμενων συγκινήσεων και ομίχλης γεγονότων. Με συνέδεες με τον πατέρα μου μέσω ενός ολοκληρωτικού αλτρουισμού. Κατά κάποιον τρόπο γεννήθηκα μέσα σε αυτονόητη ατμόσφαιρα ολοκληρωτικής αφοσίωσης στην ευεξία των άλλων. Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα μέσα στο Πολυϊατρείο Καρδίτσας. Ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι είναι το πρόσωπο του πατέρα μου. Σαν υπερφυσικό γλυπτό σκεπάζει τον ορίζοντα, την ώρα που σκύβει να μου κάνει ψηλά στο μπράτσο το αντιφυματικό εμβόλιο για να με προστατέψει από την τότε επάρατη. Ευωδιάζουν στη μνήμη μου από το φροντισμένο κηπάριο του νοσοκομείου, που το βλέπω κιόλας από το ηλιόλουστο ανοιχτό παράθυρο, οι ολάνθιστες πετούνιες. Συμπληρώνουν αυτόν τον παράδεισο συναισθηματικής ασφάλειας. Θυμάμαι και το δικό σου πρόσωπο. Ωραίο, κανονικό, σοβαρό, κοντά στο δικό μου, να αφουγκράζεται με μια συγκέντρωση που επιβάλλονταν σε όλα τα εμπόδια που έβρισκε στο δρόμο της, πότε τις αρμονικές των βρόγχων μου, πότε τον ψίθυρο της καρδιάς μου, πότε να προσπαθεί να ανιχνεύσει ύποπτα επάρματα κάτω από τα δάχτυλά σου στο βαθούλωμα της μασχάλης μου. Στη σωματική αυτή επαφή είχα μπορέσει να αισθανθώ και να αναγνωρίσω ένα είδος συγκίνησης που ενώ διατηρούσε άθικτη την παιδικότητα του αισθήματος κουβαλούσε μέσα της ώριμη την αναπόληση κάθε παραλλαγής της γνωριμίας των σωμάτων, χωρίς την παραμικρή υστεροβουλία, και μια απέραντη ψυχική σύμπνοια και ανακούφιση. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να την περιγράψω ακριβώς. Δεν θέλω να την περιγράψω ακριβώς. Σου τη χρωστώ. Μπορεί και να υπάρχουν άγνωστες μορφές έρωτα· δεν είναι δυνατόν ούτε να τα καταλάβουμε ούτε να τα περιγράψουμε ούτε να τα προεξοφλήσουμε όλα. Με τη δασκάλα μάνα μου πάλι, σε συνέδεε η αυτονόητη αγάπη για οτιδήποτε είχε σχέση με την ανάγνωση και τη γραφή. Οπουδήποτε κι αν βρισκόταν εκείνη, την ακολουθούσε μια νοερή βιβλιοθήκη, η μυρωδιά φρεσκοξυσμένων μολυβιών ανάκατη με το άρωμα του νοτισμένου χώματος στα πρωτοβρόχια του φθινόπωρου, όταν άρχιζαν τα σχολειά. Μεγάλες ψηλοτάβανες σχολικές αίθουσες με τεράστια φωτεινά παράθυρα για να υποδέχονται όσο γίνεται πλατύτερους ορίζοντες. Απέραντα σχολικά προαύλια γεμάτα παιδικές φωνές και χαρά του παιχνιδιού, χαρά της ομαδικής χαράς—ένα σχολειό με αυλή τα λιβάδια της εγγράμματης αιωνιότητας και αποκλειστικό γιατρό. Έτσι κι εσύ, με την τεράστια βιβλιοθήκη σου, την απέραντη δισκοθήκη σου και μια ακόρεστη επιθυμία λογοτεχνίας. Τελειώνοντας με την ιατρική του νοσοκομείου βρήκες επιτέλους το χρόνο που λαχταρούσες και τον αφιέρωσες στη λογοτεχνία. Μελετούσες κανονικά καθημερινά οχτάωρα και μετάφραζες τον Όμηρο. Είχες κατακτήσει την ευκολία να τον διαβάζεις έμμετρα στο πρωτότυπο και αστειευόσουν με την απλότητα αυτού που κάποτε θα θεωρούσες κατόρθωμα. Δυστυχώς ακριβώς την εποχή που θα έπρεπε να ‘ρθούμε πιο κοντά, ξεμάκρυνα από σένα αναγκαστικά, όπως κι από άλλα πολλά τόσο δικά μου, γιατί μπήκα σε έναν κύκλο της ζωής μου από τους πιο σκοτεινούς. Και ο χρόνος, η ιδέα του δικού μου χρόνου—που είναι το σπουδαιότερο—έπαψε να υπάρχει.