«Χωμένος στο φωτεινό πηγάδι του μικροσκοπίου» ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΟΦ, «ΜΙΛΗΣΕ, ΜΝΗΜΗ» (μτφρ Γιώργος Βάρσος, 2013)
ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Δεν πεθαίνουν τα πλάσματα της φαντασίας. Περνούν σε διάπαυση μεταξύ αδιάκοπων μεταμορφώσεων στο κάποτε κατεψυγμένο παλάτι της Μνημοσύνης. Όπως ακριβώς συνέβαινε στα περιοδικά στην φυσιολογική έντυπη ζωή του ιστορικού μας παρελθόντος. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ονόμαζε αγρανάπαυση τις περιόδους σιωπής του περιοδικού του «Διαγώνιος». Υπόσχονταν έτσι έμμεσα την ανανέωση που θα έφερνε στο κουρασμένο έδαφος μια ανάπαυλα. Και τότε σκεφτόμουν, «τι πολυτέλεια!» Και απολάμβανα την επιβεβαίωση ενός δικαιώματος γυρίσματος του διακόπτη, μιας άδειας άνευ αποδοχών και για τα περιοδικά. Ο ναμποκοβιανός Σεραφείμ Κ. έχει ήδη συστηθεί σε δυο κείμενα (Sub rosa 1 και Sub rosa 2). Παραμένοντας απαιτητικά ανολοκλήρωτος σαν χαρακτήρας δικαιωματικά κατακτά το προνόμιο πολλά υποσχόμενης τελείωσης.
Από την πόλη αυτή απόμεινε μια σκάλα μοναχά, μια μαρμαρένια εξωτερική σκάλα ad astra στα πλαγινά σπιτιού φευγάτου. Τη συντροφεύει το φάντασμα της άλλης, εσωτερικής, με τον ορμητικό καταρράχτη της λείας κουπαστής να στροβιλίζεται στο πρώτο πλάνο, υδάτινη δίνη γινωμένου ξύλου —σκούρο μελί γλυκό, με διάσπαρτες κηλίδες μαλαματένιου φωτός από αθέατο απογευματινό ήλιο. Έμπαινε από τα ευρύχωρα υαλοστάσια δημόσιας μνήμης που ενθάρρυνε την ιδιωτική της χρήση. Αυτά που ο Σεραφείμ Κ. ανέμενε πάντα να τα συναντήσει στην κορφή μιας μνημειακής κλίμακας δημοκρατικής αγωγής του αισθήματος να αποδίδουν την ισοπολιτεία της ευρυχωρίας και του φωτός αδιάκριτα σε όλους τους πολίτες μιας πόλης. Ακόμα και στα πλαγινά κλίτη του σκοταδισμού των ορθόδοξων χριστιανικών ναών. Όπου προσθέτονταν αναπάντεχοι ιριδισμοί χρωμάτων που ο Σεραφείμ Κ. παρακινούνταν πρώτη φορά να φανταστεί και να κατονομάσει.
Η σκάλα κλιμακώνονταν με τους ανοδικούς εντατικούς ρυθμούς της μουσικής ιδέας που ψάχνει παντού τον αντίλαλό της κι επανέρχεται γιατί γνωρίζει πως την περιμένει εκείνος, κρυμμένος πίσω απ’ την αθέατη γωνία, πίσω απ’ το υστέρημα μορφής που συνεπάγεται κάθε προβάδισμα στα σκοτεινά. Βήματα που την ανέβαιναν και την κατέβαιναν αντηχούσαν κι αυτά αόριστα κορυφώνοντας το αβέβαιο αρμονικό ύψος της. Τη μονοτονία της αναπέτασης των σκαλοπατιών της διέκοπταν παράτολμα λεπτοί βλαστοί σπαρμένοι στις αδιόρατες ραφές του μάρμαρου με οικονόμα αφροντισιά από τόσα αποδημητικά πουλιά· τόσους χειμώνες ξεχασμένους, τόσους αποχωρισμούς, τόσες μελωδίες του Μέντελσον, τόσα σχολικά φθινόπωρα μυριστικά, τόσες αποικίες κυκλάμινων, τόσους καθαρτήριους νοέμβρυους όμβρους νανουρισμένους στα σύννεφα και μετά στις πήλινες νεροφόρες της σίμης που ξεσπούσαν και ξέπλεναν με ιαχές δροσιάς το χώμα και το μάρμαρο.
Κάποτε η σκάλα τελεσφορούσε σε μια ουράνια κρεβατίνα εξέδρα που λικνίζεται αερόστατη στον πλωτό ουρανό. Υπερυψωμένη στα στριφτά της νεαρά ανθύλλια και στα χορδόφωνα αρπίσματα λαίμαργων σπουργιτιών με τα βαριά αντίβαρα εδεμικά τοτέμ των σταφυλιών να κρατούν γειωμένο το μαγικό χαλί, μαγνητισμένο απ’ το έδαφος. Με κείνη την απελεύθερη αιχμαλωσία του χαρταετού που βρήκε το ανοδικό ρεύμα του αέρα και αλαλάζει υπερυψούμενος. Αλλά τον περιορίζει η άλλη άκρη του σπάγκου προσηλωμένη σε βαρύ λιθάρι ασφάλειας με υπολογισμένο το περιθώριο αναπετάγματος από την καλούμπα.
«Άσε με να κορωνίσω και να χελιδονίσω» άκουγε τον νοερό χαρταετό να εκλιπαρεί ο Σεραφείμ. Και μεθυσμένος από το υπνοφόρο γάλα που έσταζε το ελαφρώς και ερεθιστικά αγκαθωτό χνούδι των βλαστών της παπαρούνας που κάποτε αφού συνέθλιψε αφηρημένα ανάμεσα στα ευκίνητα δάχτυλά της και τον εκτυφλωτικό ήλιο ενός απριλοφόρητου μα τελείως απληροφόρητου πρωινού στα κράσπεδα του Υμηττού —κολλούσαν ελαφρότατα και τον άλειψε μια υποψία στο κέντρο του μετώπου—, εντελώς αποπροσανατολισμένος, αποτόλμησε το πήδημα από την κρεβατίνα σαν από ιπτάμενο χαλί, και ξαναβρέθηκε στα πάτρια θεσσαλικά μαύρα χώματα. Με ένα αίσθημα τόσο επείγον και μοναχικό όσο το τελευταίο τρένο στο τελευταίο δρομολόγιο στον τελευταίο σιδηροδρομικό σταθμό. Τόση μαυρίλα που και το σκοτάδι τη βαριόταν κι άναβε τις πυγολαμπίδες του. Ακολούθησε τον αλυσοδεμένο υπηρέτη της συγκίνησης, τον κλασικισμό και την αυτοθυσιαστική γενναιοδωρία του Μπραμς. Αφέθηκε στη σαγήνη του Ναμπόκοφ. Με τις αισθήσεις ορθάνοιχτες, σαν τις άγρυπνες ίριδες της απόκοσμης βιολετιάς Σαμαρκάνδης των χρωμάτων στα φτερά της πλουσιόχρωμης ολομέταξης νυμφαλίδας Αγλαΐδας ιούς (Aglais io). Αριστοτέχνισσας του πολυμορφισμού, που κάποτε την είδε στην Καρδίτσα, σε μια σχεδόν υστερικά απεγνωσμένη διαδικασία εντατικής κρύψης, με την προβοσκίδα της σχεδόν σαδιστικά βυθισμένη στον ύπερο μιας λιπόσαρκης, ελάχιστα θρεπτικά οφέλη υποσχόμενης, ασθενικής ανοιχτογάλαζης καμπανούλας να μιμείται το επιδεικτικό πολυόμματο ήθος του παγονιού. Όπως κάθε φορά που οι μικρόκοσμοι τον συνέπαιρναν, ένιωθε λιγοστούς, τουλάχιστον δυο τρεις, αγγέλους ολιγόλογους, με μάτια ατενή και πολυθόρυβα φτερά, κινήσεις πολυσήμαντες, σκόπιμες, παιδιών που καλά γνωρίζουν τι επιθυμούν, και μια άβυσσο αισθήματος στους τρυφερούς κρημνούς του βλέμματος, να τον επιτηρούν. Άρχισε να συνθέτει το μεγάλο αρχιτεκτονικό ποίημα μιας ανύπαρκτης πόλης που παραδόθηκε στους σεισμούς / στους Γερμανούς / στους πελαργούς / στους αντάρτες /στα κιρκινέζια / στις πολυκατοικίες / στις πρεσβείες του χειμώνα / στη δημογεροντία της άνοιξης / στους αλευρόμυλους του χιονιού / στους ανθόμυλους της γύρης / στους ραβδισμούς της ασταμάτητης βροχής / στα τζιτζίκια / στους βαμβακοπαραγωγούς / στην ευρωπαϊκή ένωση / στα πανεπιστήμια και στις παπαρούνες / στους δωσίλογους / στους μαυραγορίτες / στους αποστάτες / στους μακαρίτες δήμαρχους / στους πεθαμένους συμμαθητές / στα καταχωσμένα αρτεσιανά / στον Καραϊσκάκη / στα μαθήματα μουσικής σε εγκαταλειμμένες σιταποθήκες / στα παγωμένα δάχτυλα της επιστροφής από το μάθημα των γαλλικών στο σπίτι μέσα από μαργαριτοφόρους νερόλακκους που γυάλιζαν οπάλινα στο φεγγαρόφωτο με μείον 15 βαθμούς Κελσίου στο θερμόμετρο / με την έκσταση της στάσης χουχουλίζοντας τα χέρια έξω από την άλλη αποθήκη όπου ο τρομπετίστας της δημοτικής μπάντας αποκεφάλιζε όλα τα σιωπητήρια από καταβολής σιωπητηρίων /. Ένας απορφανισμένος από κηπουρούς μπαξές, με τα πολύκροτα κωδωνοστάσια του μάγκανού του ορατά και ακουστά να συνεχίζουν τη βαθιά ζωή του αρτεσιανού νερού του που εξακολουθεί να αναβρύζει και ν’ αποζητάει τα παλιά νεκρά ζαρζαβατικά μόνο τη νύχτα που περιφέρεται με την ηχερή ακολουθία του στα όνειρα αισθητός. Μια πόλη που μέτρο της σύντομης ζωής της θα έπρεπε να γίνει η προετοιμασία μιας αποδεκτής υποδοχής της εξαφάνισής της μέσα στο νέο στοιχείο, ένα προγύμνασμα της νέας άγνωστης ουτοπίας των πόλεων που ξέρουν να γερνούν. Ποια θα ήταν η πολιτική ουτοπία που θα επέτρεπε ένα παρόμοιο πόλισμα να υπάρξει; Ο μοντερνισμός, προσδεμένος στο άρμα της κουραστικής απαίτησης αιώνιας νεότητας, αγνοεί τα γηρατειά. Τα σύγχρονα κτίρια γυρίζουν την πλάτη τους στο θάνατο. «Κοίτα καλά μην καθαρίσεις το αίμα της ζουληγμένης παπαρούνας απ’ τις σελίδες του Κάτουλου» έγραψε ο Σεραφείμ σαν κατακλείδα ενός συλλογισμού που τον οδηγούσε στην ιστορία του αρχιτέκτονα σερ Τζον Σόουν που στην αρχή του 19ου αιώνα σχεδιάζοντας την Τράπεζα της Αγγλίας θεώρησε σκόπιμο να παρουσιάσει στο διοικητικό συμβούλιο τρεις ελαιογραφίες «ώστε να καταλάβουν τι πλήρωσαν». Όπως αφηγείται το περιστατικό ο Τσαρλς Ρόουζεν στο υποκεφάλαιο «Ερείπια», στο σπουδαίο βιβλίο του για τη γενιά των ρομαντικών συνθετών, «είναι εύλογο οι τραπεζικοί να μη μπορούν να διαβάσουν ένα καθαρά αρχιτεκτονικό σχέδιο». Το πρώτο σχέδιο «έδειχνε την Τράπεζα ολοκαίνουργια, ν’ αστράφτει και να λάμπει· το δεύτερο έδειχνε το κτίριο μετά το πέρασμα κάποιου χρόνου, που θα το έκανε να μεστώσει, να αποκτήσει μια πατίνα ελκυστική, ακόμα και μια ιδέα κισσό»· το τρίτο και τελευταίο, «φανταζόταν την Τράπεζα ύστερα από χίλια χρόνια, σαν ευγενές ερείπιο. Οι διευθύνοντες της Τράπεζας προτρέπονταν να οικοδομήσουν αυτό το ερείπιο για τους μεταγενέστερους».