Ανέγνωσα το πόνημα του Πετεφρή «Η μούσα». Καθότι σκάλισε το παρελθόν, καταθέτω τούτο το μικρό σημείωμα.
Χειμώνας ‘82 – ‘83 υπηρετώ την μητέρα πατρίδα στην βόρεια Ελλάδα. Πρώτα στο 72ο Σύνταγμα πεζικού στο Κιλκίς, μετά σε μηχανοκίνητο τάγμα στη Νέα Σάντα. Κάποιες Κυριακές του καιρού επιτρέποντος και άλλων παραμέτρων συνοδοιπορούντων κατέβαινα με το υπεραστικό, στην Θεσσαλονίκη. Γνωστή και ως νύμφη του Θερμαϊκού ή με το άλλο, το καθ’ όλα άστοχο «συμπρωτεύουσα».
Άγνωστος, μεταξύ αγνώστων, μοιραία εντρύφησα στους κινηματογράφους και στα γήπεδα. Και Καυτατζόγλειο και Χαριλάου και Τούμπα. Εθαύμασα από κοντά τους άσσους των γηπέδων και ως ξεχωριστή ανάμνηση αναφέρω ένα παιγνίδι στην Τούμπα, όπου πήγα συνοδευόμενος από σειρά μου, άνθρωπο ήρεμο και πράο, στην καθημερινή του συμπεριφορά. Σαλονικιός, κατεβήκαμε παρέα από το στρατόπεδο και πήγαμε κατευθείαν στο γήπεδο.
Κοίταξα την πύλη πάνω. Είδα το νούμερο τέσσερα. Μόλις βημάτισε πάνω στις κερκίδες, οι κυνόδοντες του μεγάλωσαν, το βλέμμα του άστραψε. Για τις επόμενες δυο ώρες, ο στόμας του άφριζε και η γλώσσα του χρησιμοποίησε κάθε γενετήσια λέξη σε κάθε κλίση, αριθμό, πτώση, με μεγάλη άνεση και μπρίο, ομολογώ.
Όταν η σεμνή τελετή ολοκληρώθηκε με θρίαμβο του μαυρόασπρου δικεφάλου, και περάσαμε την πύλη με αντίθετη φορά, οι κυνόδοντες του πήραν τις φυσιολογικές διαστάσεις τους, το βλέμμα του απόκτησε την συνηθισμένη του πραότητα.
Εκείνος πήγε σπίτι του, αφού είχε διανυκτέρευση, η ταπεινότητά μου έσερνε τα βήματα της πίσω στο στρατόπεδο. Την άλλη μέρα επιχείρησα να ρωτήσω κάτι για την μεταμόρφωση. Ή δεν κατάλαβε την ερώτηση. Ή δεν εννόησα την απάντηση.
Αργότερα κατάλαβα ότι η Τούμπα δεν ήταν, μόνον, ένα γήπεδο, ούτε μια ακόμα έδρα. Για τότε, όλα αυτά. Για τώρα δεν γνωρίζω.