Από το 20 στο 20
20-06-2021

20 Ιουνίου, ώρα 23:02, αλλά του έτους 1978, συνέβη στη Θεσσαλονίκη ο μέγας σεισμός, πάνε χρόνοι 43.

Αλλά προηγουμένως η πόλις είχε περάσει ουκ ολίγες δονήσεις, με πρώτη μια μονοκόμματη κι απότομη του 1975. Ήμεσθεν σε μία παρέα Μητροπολίτου Ιωσήφ και παίζαμε με μία οχτάρα κινηματογραφική λήψεως. Θα υπάρχει ακόμη η καημένη η ταινία πουθενά.

Τέλος Μαΐου του 1978, έδωσε της πόλης και κατάλαβε ένας πιο σοβαρός σεισμός, μετά από αλλεπάλληλους. Γανωμένοι και συνυπάρχοντες με θρασείς και φοβίτσους, ξέραμε την τεχνική: διαβατήρια στα δόντια, αυτοκίνητο και φευγιό. Συνήθως με την τότε οικογένειά μου, καταλήγαμε Αγροσυκιά για διανυκτέρευση. Με ιδιαιτερότητες βέβαια. Διότι, επιστρέφοντας την επομένη από το χωριό, δέχτηκα βραδιάτικα ένα τηλεφώνημα μιας κοπέλας με την οπoία είχαμε μια καλημέρα. Ήθελε να μάθει αν ήμουν πληροφορημένος πως την άλλη μέρα το πρωί, ένα πλήθος υποψηφίων θα έπρεπε να βρίσκεται στην Αθήνα, όπου θα μας ξεσκόνιζε μια επιτροπή της «Ελληνικής Εταιρείας» για να πάει ένα άτομο υπότροφος σε ένα Ινστιτούτο του Γιορκ, να σπουδάσει Αναστηλώσεις ή ξερωγώ. Δεν ήμουν πληροφορημένος. Και βέβαια ήμην αδιάβαστος. Αλλά ήμην νέος και αυτά τα θεωρούσα λυτρωτικές διοσημείες. Ευθύς άφησα τον οίκο και με το Κατρέλ «Αριστείδης» λίγο πριν τα μεσάνυχτα, πέταξα προς Αθήνα, όπου και βρέθηκα πρωί, σε ένα δωμάτιο ολίγων δεκάδων ατόμων, συνυποψηφίων, μερικών μάλιστα φίλων ανάμεσά τους. Δεν ξιππάστηκα που κανένας δεν με ειδοποίησε. Στην Επιτροπή, ήσαν ο Μπούρας, ο Τραυλός, ο Δημακόπουλος (πρώτος υπότροφος, προ διετίας) ο Ζίας και δεν θυμάμαι άλλον. Εξετάστηκα και γύρισα στην πόλη που ανησυχούσε από το τρέμουλο. Φθίνοντος του Μαΐου, πληροφορήθηκα πως ήταν η σειρά μου για το Γιορκ.

Ο μήνας Ιούνιος ήταν ταραγμένος — πολλές δονήσεις. Όργωνα το βαθύπεδο των μυγδονικών λιμνών, πήγα και στη Θάσο για αποτυπώσεις οικοπέδων, ως τυπικός μπλοκάκιας της Υπηρεσίας, είδα και τον Καλοκύρη και κάναμε θαλάσσια λουτρά στην σκάλα Ποταμιάς, και επιστρέφοντας, πέρασα από την βόρεια όχθη της λίμνης Βόλβης. Το κτίσμα που είχαμε πρωτοδεί με τον Σταμάτη να κείται βυθισμένο στο χωριό Μεγάλη Βόλβη, είχε βγει ένα μέτρο από τα νερά — τζάμπα πριν εφτά χρόνια το μετρούσαμε με μάσκα και αναπνευστήρα. Ερεθισμένος από το φαινόμενο, πήρα τον δρόμο του κυρΓιάννη Κατακουζηνού και από τους Κρητικούς (τανύν Προφήτη) ανέβηκα Γερακαρού (Ζαβερνίκεια) και κατέληξα στην βρύση Φοσκίνα, έξω της Σουρωτής, κάποτε χώρας των Φουσκούλων, όπου η μοναδική βυζαντινή του βρύση είχε πλημμυρίσει τον τόπο από άφθονο νερό που ξεχείλιζε. Ο τόπος έμοιαζε έτοιμος να σκάσει σαν κολοκύθα. Επιστρέφοντας, τηλεφωνήθηκα με μέλη της παρέας που ήξερα πως συχνά συνεδρίαζαν με τον Μάρτη στο Υπουργείο για να λάβουν κάποια μέτρα. Η έκπληξη ήταν πελώρια. Οι σύνεδροι την είχαν κάνει, αγόρια και κορίτσια, μηχανικοί και συβουλάτορες, για τα εξοχικά τους στην Χαλκιδική. Πάλι κανένας δε με είχε ειδοποιήσει. Άρα, κατέληξα, ήμην είτε αναλώσιμος, είτε πιστευαν πως «ήξερα, αλλά δεν μιλάω».

Πέρασε το βράδι με κούνια μπέλα και το πιο λανθασμένο πρωτοσέλιδο στην ιστορία των σαλονικιών εφημερίδων: γιατί η δόνηση δεν ήταν προσεισμός. Πήρα όθεν την τότε  οικογένειά μου, μπήκαμε στον «Αριστείδη» και από Κούσκουρα ευθύναμε το τιμόνι στην θερινή Κορωνίδα της Μαρτίου, όπου έπαιζε το «Πυρετός στο Αίμα» του Καζάν, με Νάταλι Γουντ και Ουώρεν Μπίτι. Στην έξοδο από Μητροπόλεως αιφνιδίως πέτυχα τον Γούφα που ήξερα πως ψάρευε στις ακτές της Ζαγοράς πηλίου παρέα με έναν γάτο που τον έτρεφε με τις ψαριές του. Συμφωνήσαμε να τηλεφωνηθούμε και ηύθυνα το τιμόνι στη Μαρτίου, κάτωθι ενός γιαπιού γωνία με Ναταλίας Μελά και μπήκαμε σινεμά. Είχε δεν είχε τριάντα νοματαίους.

Με τα πρώτα καρέ του «προσεχώς», οι εκατέρωθεν πολυκατοικίες όλολυξαν, τα ρετιρέ των πλησιάστηκαν, ένας απαίσιος τριγμός ακούστηκε και μία κιτρινη σκόνη απλώθηκε στο σινεμά, στην όλγας και στην πόλη. Βγαίνοντας ταχύπτεροι, παρακινούσαμε τους τριάκοντα να μας ακολουθήσουν, αλλά είχανε ζαρώσει. Το οδοιπορικό μας περιελάμβανε στάση στην κατοικία προς άγραν χρημάτων και διαβατηρίων, είτα Αγροσυκιά, και βλέπουμε. Από την Κορωνίδα στην Κούσκουρα, ώρα μία. Στο διαμέρισμα όλα είχαν αλλάξει θέση, ειδικά το γραφείο με τις βιβλιοθήκες — είχε λαλήσει το Κρακατόα. Διαβατηριαζόμαστε, αρπάμε από ένα τσαντικό και βουρ για Αγροσυκιά. Ψυχή ζώσα, μετά το Βαρδάρι. Ένα Φάιηκ νιού κυκλοφορούσε: πως η Έσο πάπας πήρε φωτιά ωσάν το Κορδελιό στο οικείο τραγούδι. Άρα, καθώς δεν υπήρχε περιφερειακή, επιστρέψαμε μέσω της πόλης προς Φοίνικα. Στο δρόμο (άλλη μια ώρα) καταυγάζονταν από προβολείς η πολυκατοικία άνωθι του «Νίκου» και με τους συνοδηγούς, ανταλλάσσαμε τερατολογίες. Στο πίσω κάθισμα ενός αμαξιού, ο Γιώργος Κάτος με γουρλωμένα μάτια, καθώς δούλευε στη Ναυαρίνου την καινούργια φωτοσύνθεση και η πόρτα μάγκωσε και τον έπιασε άγχος.

Άλλες δύο ωρίτσες ως το Φοίνικα, αλλά πλέον δούλευε η ιστορική τοπογραφία. Έκοψα αριστερά προς τα Πατριαρχικά, μετόχι Μπασίς και έτσι, φτάνω στα όρια του Αγίου Φαντίνου και πλακώνομαι στο στρατί της Καρδίας και αντίς Χαλκιδική, προσεγγίζω Μονοπήγαδο-Άγιο Αντώνιο, έρημα χωριά κατά τες δύο αχάραγα. Αλλά μας κινούσε περιέργεια και αγωνία για φίλους και συγγενείς, οπότε από ρωμαϊκό παράδρομο φτάνω άνω Περαία και στην παραλία έβραζε ο τόπος από κόσμο, καβούρια, καλαμπόκια και ουρά στα δημόσα τηλέφωνα. Οι οικογένειες αποδείχτηκαν υγιείς, οπότε και επί πέντε αξέχαστες μέρες ανεβοκατέβαζα φίλους και γνωστούς σε Αθήνα, Αγροσυκιά, Χαλκιδικές και άλλους προορισμούς, ώσπου, με τον Αλέξανδρο Ίσαρη και τον αδελφάκο μου, κατεβήκαμε Τορώνη όπου περίμενα την Αυστραλιανή αρχαιολογική αποστολή με τον «Αριστείδη» φορτωμένο με τεσσάρων καμηλών μάννα και ακρίδες και ένα ψυγείο και η Θεσσαλονίκη κόντεψε να μπατάρει, αλλά ορθώς μας λένε μπαγιάτηδες — όλο λόγια είμαστε και επιβιώσαμε.