Από το ψωμοτύρι, στο τοστάκι
22-05-2021

Η εκβιομηχάνιση έχει ένα πλεονέκτημα: δεν θρησκεύεται και δεν παλεύεται. Η μανία να εξαχθεί από μιας μορφής αυτοματισμό ένα τοστάκι, είναι ίσως η εκατοστή φορά που ένας γενικός πληθυσμός πιάνεται κώτσος στα ινώδη αραχνόδιχτα της διαφήμισης. Ο παιδικός πληθυσμός και οι ναυαγισμένες γεροντικές μασέλες, υπόκεινται, μηδενός διώκοντος, σε μια αυτονόητη τριπλέτα: πσομί σε φέτες, κάτι λεπτό και κρεατί σε φέτες, η σαπωνοειδής γκούντα σε φέτες. Τα τρία μαζί, ενίοτε η γκούντα θερμασμένη να κρέμεται ωσάν νόστιμη βλέννα υπό τα καπάκια του άρτου, αποτελούν την λυδία λίθο της άλλοτε «τρυφερής» παιδικότητας.

Αρνούμαι να κοινοποιήσω τον κατάλογο, την λίστα και το πρωτόκολλο της μαζικής επιδημίας που κυριαρχεί στην ανθρώπινη σκέψη στα μεταπολεμικά χρόνια, χονδρικώς από το 1951 στο 2021. Παίρνοντας ως παράδειγμα το αρχαίο ψωμοτύρι, που ήταν κάποτε το προσφάι των εν ευμαρεία τελούντων νεοελλήνων, έχω να παρατηρήσω πως ακόμη και τότε, η βρώμη δεν μετρούσε μία μπροστά στο στυφό μάγμα του πίτουρου που το έλεγαν «μαύρο ψωμί», πως όποιος τυχερός δοκίμασε γκούντα στην ομώνυμη πόλη της Ολλανδίας, δεν καταδέχεται να μασήσει την ερζάτζ αντικαταστάτριά της, ενώ στις βιτρίνες των γκουρμέ αναπαύεται η όντως εξαίσια σφαίρα του ζαμπόν, πέντε και δέκα φορές ακριβότερη από την εμπλουτισμένη με πατατάλευρα ποθητή συνάδελφό της, απρόσιτη, ακατάδεχτη, σοφώς και εν μέρει τραγανίζουσα.

Μα και το ψωμοτύρι ήταν αλλιώς ωραίο: το πσομί, χάσικο, ημίλευκο ή μαύρο, υπήρχε χωρίς προσθετικά, άρα μπαγιάτευε μετά ηδονικής ελαφρώς ξυνής επίγευσης, ενώ το ζυμωτό ήρχονταν από χωρικά πεσκέσια κι έσπαγε ως φρέσκο τα ρουθούνια, ενώ το τυρί, που ήταν σε πλάκα μόνον νοθευμένο από γάλα σκόνη και άλλα τερτίπια, ξεχώριζε στην πιπεράτη του παραλλαγή, συχνά λύσσα στο αλάτι και τοποθετημένο στην παχιά φέτα του πσομιού μόνον ως δείγμα, λεπτό και ρηγματωμένο, που έτσι κι έπεφτε στο χώμα, πλούσια και πτωχά παιδιά το μάζευαν από καταγής, χωρίς να σιχαίνεται κανένας. Ζαμπόνι, μόνον στον ύπνο μας και υπό τη μορφή ενός νοθευμένου σαλαμιού.

Τα παιδιά ευπόρων γονέων ετιμώντο κυρίως με μονή φέτα λευκού άρτου πασαλειμμένη με βούτυρο κι απάνω ζάχαρη. Και ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις τον παιδικό πλούτο από την παιδική φτώχεια: στα χρόνια που κρέμαγαν τον Καραολή και τον Δημητρίου, στα διαλείμματα ήταν σύνηθες το θέαμα τα παιδιά των ευπόρων να μασάνε το προσφάι τους τριγυρισμένα από φτωχόπαιδα αιτούντα «δώκε με λίγο ρε» και άλλα δεν λέγω. Και αυτή η κοινωνία των παιδιών σε δέκα χρόνια έβγαζε μεροκάματο βοηθώντας τη φαμίλια, καμάρωνε που διέθετε παπούτσια και ετοιμάζονταν για Βέλγια και Γερμανίες. Και περιττό να διαψεύσω πως δεν υπήρχε τυρί και σαλάμι στο προσφάι της, αλλά μαύρο μπαγιατεμένο πσομι σαν μαύρη πέτρα και μετρημένες ελιές αλάδωτες, στην τσέπη. Ναι, στην τσέπη.