O γελοίος 21ος
Είθισται οι λαϊκές τάξεις (φουμαδόροι, εισπνεόμενοι, αντράκια, γυναικογυνές) ήδη από τα τέλη του 2080 να εκφράζονται απρεπώς ως προς την διαχείριση του παρόντος των. Πρώτο θύμα, υπήρξε ο εικοστός πρώτος αιών, τον οποίον γελοίον τον ανέβαζαν, γελοίον τον κατέβαζαν.
Οι περισσότεροι «παραμύθ τζογλάν σοφιστές» (*) υποστηρίζουν πως το φαινόμενο έλκει την καταγωγήν εξ ιού τινός, του coronavirus, που οδήγησε τα τότε κράτη σε αιματηρές απαγορεύσεις μετακινήσεων, θέσπισης της «γαντόμασκας» (**) που ταλαιπώρησε πάντα τα έθνη επί έτη 14, και άφησε, πέραν την νεκρών, μίαν πανταχόσε εισπραττομένην «φοβίαν μονώσεως» (insulation syndrome). Τα πλήθη, κυριολεκτικά ερωτεύθηκαν τον οπαδισμόν, τον ομαδικόν κυκεώνα, τας μαζικάς ευωχίας που περιελάμβανον ποικίλας ενσωματώσεις, νέους τύπους του λείχειν και πρόδηλον μπερδεψομπουτισμόν.
Προς αντιμετώπισιν του coronavirus ελήφθησαν τότε μέτρα βριαρά, και ολική αντικατάστασις του λεγομένου «δημοσίου τομέως» από σύστημα τηλεειδοποιήσεων και επικοινωνίας των πολιτών με τετραψηφίους αριθμούς της διοικήσεως (muteseriflar) και της κυβερνήσεως (pasa bachtseli). Το σύστημα κατέρρευσεν αμέσως, διότι οι ιθύνοντες (durduvak asker) ηνάγκασαν αρίφνητα πλήθη να απομνημονεύσωσιν ακόμη και 56 τετραψηφίους αριθμούς, μέσω των οποίων ήρχιντο εις επαφήν με μυριάδας τηλεφωνητών.
Oι απαγορεύσεις μετακινήσεων, και μετά την νίκην επί του coronavirus, θεωρήθηκαν «συνετά σωσίτριχα» (synet sossitrix) και δεν ήρθησαν, «τον Θεό μπάρμπα κι αν είχαν» κατά ιστορική δήλωση προέδρου τινός δημοκρατίας ποιάς, του οποίου εχάθη εν τω σαστιρμά το όνομα. Ήδη προμηνύματα ξετσουτσούμισαν φθίνοντος του Απριλίου 2078, ότε νεανίσκοι άδοντες το απαγορευμένον «Μαρία, Μαρία, τα μπού-τια-σου» υπεδύοντο αστυνομικούς, υγειονομικούς και λιμενεργάτας, απαιτούντες παρά τοις οδίταις πιστοποιητικά ιθαγενείας και βεβαιώσεις πως είχον πάππον πάσχοντα εξ αφθώδους πυρετού χάριν παιδιάς. Αλλά μετά που τους ξερρίζωσαν επιεικώς το λαρύγγι, ιδρύθη η κοινωνία των πολιτών «Μπελαβίλας και Χαρδαλιάς, παράλληλοι» που μασκαρεμένοι σε στελέχη εποπτείας και συνταγογραφήσεως προστίμων, διέλυσαν το σύστημα τελεσιδίκως περί το 2097, κλεισθέντος του ζητήματος οριστικώς εν Ζαππείω, ότε ο υποκόμης Μπαμπης ο Σουγιάς, παιδί μιας Πατρινιάς και ταγματασφαλίτη, ανέκραξεν το ιστορικόν «γελοίος αιών, γελοίος αγών, γελοιωδέστερος δε πάντων ο σπασμένος μου αγκών, ο σπασθείς υπό μπάτσων» φράσις που του προσεκόμισε το 88% των ψήφων των επικειμένων εθνικών εκλογών, με ποσοστό συμμετοχής 1,3%, των άλλων κειμένων εν ηρεμία εν τοις νεκροταφείοις τε και κενοταφίοις αυτών.
Και μετά ήρθαν οι Αρειανοί.
(*) Αποτέλεσμα της «γλωσσικής επαναστάσεως» που ήφερεν η παλινόρθωσις του ντουέτου Γαβρόγλου-Κεραμέως της ομοσπονδιακής λίγκας, θερμών υποστηρικτών του κινήματος «μειώσατε την ύλην μπαίνοντες, αυξήσατε την πύλην βγαίνοντες».
(**) λογία έκφρασις για την τρέχουσαν ένδυσιν των ελλήνων τα χρόνια της αβίωτης του βίου βασκανίας. Μερικοί θεωρούν την κατάληξιν «μάσκα» λανθασμένη, προτιμώντες το καπουτζηδιανόν «μούτσκα» (πρβλ. την παροιμιώδη έκφρασιν «να του πηγάδ’ να κι η μούτσκα ς. Χώ’ την μούτσκα ς κι πιέ!») Αντεκρούσθη υπό Γαλατσιάνων αιρετικών πιστών του όρου «χειρόκτια» και ουχί «γάντια» όπερ κατ’ έθος επρόφερον «γκάντια» ― «σιγά μη φορούσαμε τον μαχάτμα γκάντι» ηκούσθη λαλών σύμμαχος της Γαλάτιστας, ζερβοχωρίτης.