Στο μέσα μέρος του γιακά, ένα ραμμένο κομμάτι ύφασμα, ήταν σίγουρα πουά όμως τώρα είναι σαν ψυχεδελικό μοτίβο που σβήνει στη μέση και ανοίγει πάλι ο κύκλος ή έχεις υπερμετρωπία ή κούμπωσες κάτι εχθές ή μάλλον είναι απλά φθαρμένο γιατί ζέστανε πολλές φορές έναν γυναικείο λαιμό, και είναι ένα σημείο που κατεβαίνει ο ιδρώτας από τα μαλλιά, και τα φο μπιζού είναι συνήθως ογκώδη με κουμπώματα περίεργα, και το άρωμα έχει οινόπνευμα και όσο να πεις το ξεθωριάζει το χρώμα και οι φορές που δεν πήρε εκείνο το κορίτσι ομπρέλα και έμεινε βρεγμένο το πανί για ώρες και ποτέ δεν διάβασε την ετικέτα “πλύσιμο στο χέρι” και το έβαλε στον κάδο μαζί με άλλα και ο κάδος δεν παίρνει χαμπάρι απο ευαισθησίες. Μετά η φόδρα είχε λεπτύνει εκεί που μπαίνουν τα χέρια στα μανίκια. Ατελείωτα βάλε βγάλε. Η ζώνη έχει μικρές κλωστούλες που εξέχουν. Άλλη συνήθεια και αυτή. Να σφίγγεις το παλτό στη μέση για να κλείσεις απέξω ο,τιδήποτε κρύο. Ήταν κι εκείνη η βόλτα που πήγε με το ταξί να τον συναντήσει και από μέσα φορούσε μόνο ντροπές και νάζια, και ο κόμπος ο σφιχτός εκτός από την ζώνη ήταν και στο στομάχι της. Τα κουμπιά κοντά στο στήθος, κοιτούσαν προς τα κάτω, σαν τα λουλούδια του ηλιόσπορου στη δύση. Ήταν από δεύτερο χέρι, όμως άξιζε να το πάρει. Τις περισσότερες φθορές τις είχε εσωτερικά. Σε κέρδιζε με τη ματιά. Ποιος κοιτάζει το μέσα;
Έτσι ήταν και η Λίτσα για το Γιώργο. Απ’ έξω μια κούκλα. Την διάλεξε ο Γιώργος, καινούργια. Αφόρετη. Την συνδύασε με ό,τι ρούχο είχε. Την έβγαλε το βράδυ, την πρόσεξε, την άφησε ατσαλάκωτη, την γέμισε καπνό απο τσιγάρα, την έπλυνε με τα χέρια του, την είχε για καιρό του κουτιού. Κάποιες φορές την είχε βάλε βγάλε και η Λίτσα ήταν σαν ακριβό λινό. Όσο το φοράς παίρνει το σχήμα σου. Τότε αρχίζει το καλό. Είναι σαν να είστε ένα. Μόνο που ξεχνάς ότι το φοράς. Δεν έγινε και κάτι αν έπεσε λιγη σάλτσα, ούτε αν πέρασες με φόρα από τοίχο με καρφί και έκανες μια τρύπα που έγδαρε ως και το μπράτσο. Έμεινε για καιρό χωρίς μπάλωμα. Έμεινε μόνη της σαν σε στοίβα με άπλυτα. Αποφάσισε να φύγει. Στο μάτι δεν έβλεπες ούτε γρατζουνιές ούτε μαύρες τρύπες. Ήταν όμορφη, και πάλι διαθέσιμη. Όμως το αγόρι με το σιδερωμένο από τη μαμά εσώρουχο είχε άποψη, δεν τον έπειθε αυτό που έβλεπε στη βιτρίνα. “Σιγα ρε μαλάκα μην πάω με τη Λίτσα που της τον έδινε ο Γιώργος νεροπίστολο τρεις φορές τη μέρα.”
Έχουμε προδοθεί από λάθος πανωφόρια, που δεν ήταν ούτε πάνω από τον πωπό για να κάνουμε φιγούρα, ούτε τον κάλυπταν για να δείχνουμε έλεγκαντ. Έσκαγαν ακριβώς στα ψωμάκια και τα φορέσαμε για λίγο για να μην πάνε χαμένα τα λεφτά. Έχουμε προδοθεί από ανθρώπους με στενά μυαλά τόσο ενοχλητικά όσο τα στενά μανίκια. Όλοι και όλα από δεύτερο χέρι, ψάχνουν τον τρόπο να ξαναγίνουν μοναδικά.