Αποφορά
13-06-2018

Τώρα ράγισα πάνω στην πέτρα

Με λυγίσαν του Άιδη τα μέτρα

Ανθρώπινο βλέμμα δεν θέλω να δω.

 

Το λυωμένο κερί ας μου βγάλει

Ένας γέρος με άδειο κεφάλι

Και βάλτε με πάλι στο ίδιο σχολειό.

 

Έχει κουφόβραση και είμαι υποτελής σε ένα χλομό κυματάκι που ακούγεται ο νωχελικός του φλοίσβος, άκεφα κι αυτός. Ένα φουσκωτό με ραγισμένη ξύλινη γάστρα έχει κατέβει από το τρέιλερ και θέλει μια σπρώξα για να κυματιστεί. Δεν έχει φεγγάρι και μόνο φωτίτσες από ψαράδες παρά θιν αλός στην άμμο και πιο μακριά φώτα από λουξ από μια ταβέρνα, όλα παράνομα, αλλά εκεί θα γυρίσουμε να πούμε στο μάστορα «φτιάξε μας τα μουρμούρια, μάστορα, κι έλα να τα φάμε παρέα». Εάν και εφ’ όσον ήγγικεν η ώρα και βγήκαν στα ρηχά οι πελαγίσες να γίνει κατάσταση. Το πρωί από ψηλά, έλαμπαν τα πλαϊνά από πλήθος σάλπες αυγωμένες, αλλά μπήκε μια τράτα στον κόλπο ειδοποιημένη και τις σάρωσε.

Και μυρίζει μια ήπια σαπίλα από ξεχασμένο κολιαρούδι κολλημένο στη γάστρα, λυωμένο από σαγιονάρα,που το βγάλαμε με κουταλάκι κάποτε και το κάναμε ψευτοδόλωμα, μήπως και κρατήσει περισσότερο η βραδυά, επειδή είχαμε πάει για φαγκριά ανεπιτυχώς, με λάθος σημάδια και επιστρέφοντας φάγαμε τη ζαβογαρίδα που ήταν για δόλωμα και πέσαμε σε λιμά αφρόψαρα.

Αποφορά, όχι από ψοφίμι, αλλά με γλυκύ τελείωμα, από λερές παλάμες και κουτί κατουρήματος. Δεν υπήρχε τότε Εγνατία, μόλις είχαν καεί Θάσο και Καβάλα και ήμουν θλιμμένος, με την επωδό «δε μπορεί να υπάρχουν τόσοι και τόσο μαλάκες, δεν μπορεί».  Κι όμως, εμπόρειε. Κι ακόμη ημπορεί. Διότι θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου και να τη στείλω άναυλα στη γη του Μογκαντίσου.

Αν έχετε καιρό, βγάλτε μου την ξεραμένη γάζα από τα μάτια.