Αποκατάσταση
03-06-2020

Μαριαλένα Σπυροπούλου, Τάισέ με, Μεταίχμιο 2020.

«Το τεστ Μπέκντελ (Bechdel test), γνωστό και ως τεστ Μπέκντελ-Γουάλας μετρά την αντιπροσώπευση των γυναικών στη μυθοπλασία. Εξετάζει κατά πόσο ένα έργο μυθοπλασίας περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο γυναίκες που μιλούν μεταξύ τους για κάτι άλλο πέρα από έναν άντρα» (Wikipedia). Το βιβλίο της Σπυροπούλου, παρότι μονοπωλείται (σχεδόν) από γυναίκες, δεν φαίνεται να περνάει το συγκεκριμένο τεστ γιατί οι διάλογοι των γυναικών αυτών περιστρέφονται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από άντρες. Το τεστ, όπως διαβάζουμε στο λήμμα της Wikipedia, «[…] είναι δείκτης της ενεργού παρουσίας των γυναικών στη μυθοπλασία και φέρνει στην επιφάνεια τυχόν ανισότητες φύλου». Τι σημαίνει όμως αυτό για το βιβλίο; Γράφει μήπως η Σπυροπούλου ένα ιδιότυπο σεξιστικό μυθιστόρημα; Πολλές αναγνώσεις το τοποθετούν στη φεμινιστική πλευρά των πραγμάτων, αν και κάποιοι, ορθότερα, μιλούν για ένα μεταφεμινιστικό έργο. Αλλά ας δούμε λίγο τα δεδομένα. Η Σπυροπούλου, αποπειράται να χτίσει πάνω σε μια τετριμμένη ιστορία ―τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς μιας τριαντάχρονης για τον επικείμενο γάμο της― κάτι πιο εσωστρεφές και σκοτεινό. Αρωγός της σε αυτή την απόπειρα, μεταξύ άλλων που θα εξετάσουμε παρακάτω, ένα εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα, μια μελλοντολογική δυστοπία, που μάλιστα δίνει και τον τίτλο του βιβλίου. Το «Τάισέ με» λοιπόν, προσφέρει μια απεικόνιση της γυναίκας λίγο διαφορετική από αυτή που ίσως θα περίμενε κάποιος.

Η Σπυροπούλου, μέσω της βασικής ηρωίδας της, της Μαρίνας, αποπειράται να αποκαταστήσει τη γυναίκα στο βάθρο που θεωρεί ότι θα έπρεπε να βρίσκεται. Η απόπειρα αυτή όμως δεν θα ξεδιπλωθεί μέσω ανακλαστικών φεμινιστικών ατραπών. Η Μαρίνα, στην κατάδυσή της αυτή στα ενδότερά της, καθώς πασχίζει να κατανοήσει γιατί η πρόταση γάμου ενός άνδρα που δείχνει να τη σέβεται και να την αγαπάει την κάνει να κλωτσάει απέναντι στους ρόλους της συζύγου και της μητέρας, έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια της. Η Σπυροπούλου, ούσα ψυχαναλύτρια, γνωρίζει πολύ καλά ότι στον πυρήνα της ηρωίδας της δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η «[…] ακάλυπτη επιθυμία της», όπως χαρακτηριστικά λέει η Μαρίνα στο τέλος του αποσπάσματος που ακολουθεί:

«Πλησιάζει τον καθρέφτη, κοιτάζεται εξονυχιστικά. Δεν αναγνωρίζει το είδωλό της, δεν υπάρχει ομορφιά σε αυτό που βλέπει. Ξέρει τι κάνει τις δύσκολες ώρες. Βρίσκει ηδονή να σκάβει το πρόσωπό της. Κλείνεται στο μπάνιο, παίρνει βαμβάκι και οινόπνευμα και πιέζει όλο το σμήγμα του προσώπου της, κάθε υποψία σπυριού, βγάζει με μένος τα μαύρα στίγματα, το πύον από μέσα της. Με συστηματική αφοσίωση, το πρόσωπό της χρειάζεται εξόντωση. Πονάει αλλά συνεχίζει, ματώνει. Δεν βλέπει μπροστά της το ταλαιπωρημένο πρόσωπο, τον μάταιο αγώνα που δίνει, το δέρμα που κοκκινίζει. Δεν βλέπει τίποτα. Οι κρατήρες ανοίγουν εκτοξεύοντας λάβα. Πιάνει το οινόπνευμα και το βάζει με ένταση πάνω της σαν μολυσμένη από παλιά, εξαγνίζει το αμάρτημα της ομορφιάς. Νιώθει όταν πονάει, αναγνωρίζει το σώμα της, την ύπαρξή της, νιώθει τη δύναμή της. Έχει αξία η ύπαρξή της όταν πονά, όταν δοκιμάζεται. Νιώθει γήινη, ταπεινή, ανθεκτική, νιώθει ότι είναι η καταγωγή της ο πόνος. […] Δεν ξέρει γιατί τιμωρεί τον εαυτό της, η μόνη απάντηση ξεπηδά από τα μάτια της, από την ακάλυπτη επιθυμία της, από τις στροφές που γυρίζει το θηλυκό μυαλό της» (σ. 116).

Η επιθυμία αυτή λοιπόν, όπως είδαμε, συνοδεύεται από τίμημα: η Μαρίνα στέκεται απέναντι στην ομορφιά της με ενοχές και αποζητά εξιλέωση στην αυτοτιμωρία της. Όταν η συγγραφέας γράφει αυτό το «[…] νιώθει ότι είναι η καταγωγή της ο πόνος», η καταγωγή τού πόνου έχει διττή σημασία: εκπηγάζει από τις αντιξοότητες της ζωής της μητέρας της και της γιαγιάς της, είναι δηλαδή πόνος κληρονομημένος βιωματικά μέσω οικογενειακού περιβάλλοντος, αλλά είναι και πόνος γονιδιακός, έμφυλος. Η Μαρίνα δεν μπορεί να αποδεχτεί και να συμφιλιωθεί με την «ακάλυπτη επιθυμία της» γιατί έχει γαλουχηθεί να μην την αναγνωρίζει και να την απορρίπτει. Η μητέρα της, σε μια συμβολική κίνηση της δίνει διέξοδο στη συγγραφή (η Μαρίνα γίνεται φιλόλογος). «“Να νιώθεις, να θέλεις να είσαι ελεύθερη είναι κατάρα” της ξαναφώναζε. Και εκείνη της έδινε ένα χαρτί και ένα μολύβι να γράφει, γιατί άλλον τρόπο δεν ήξερε να ξορκίσει το κακό» (σ. 118).

Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στη λειτουργία του καθρέφτη που βρίσκεται τόσο στο απόσπασμα που παρέθεσα όσο και σε ένα ακόμα κομβικό σημείο μερικές σελίδες παρακάτω. Η Σπυροπούλου δεν βάζει την ηρωίδα της να κοιτάζεται στον καθρέφτη τυχαία. Ο καθρέφτης είναι το οπτικό μέσο που εκμαιεύει κάτι πολύ σημαντικό για την ηρωίδα: το πέρασμα σε αυτή την αντικειμενοποίηση του εαυτού, του υποκειμένου, που βρίσκεται στον πυρήνα της Μαρίνας. Γράφει η Σπυροπούλου: «Τιμωρεί [η Μαρίνα] όλα όσα δεν πρέπει να θέλει. Όσα φαντάζεται. Να γεύεται τους σμιλεμένους καρπούς της, τους αρυτίδιαστους μηρούς της, τα σφριγηλά χείλη της. Να γητεύει τα θύματά της με όσα προσφέρει το κορμί της». Προσέξτε πώς η ίδια η Μαρίνα, στη μία πρόταση, ορέγεται σεξουαλικά τον εαυτό της ως αντικείμενο, για να περάσει, στην αμέσως επόμενη πρόταση, στον εαυτό της ως υποκείμενο που «γητεύει» τα θύματά της. Το δίπολο αντικείμενο-υποκείμενο βρίσκεται στο κέντρο τής ηρωίδας της Σπυροπούλου και συνιστά και την κινητήρια δύναμη των συμπεριφορών της σε όλο το βιβλίο. «Αυτό που δεν έλεγε ποτέ ήταν πόσο ήθελε να κυριαρχήσει, πόσο ήθελε να καβαλήσει το άλογο και να φύγει. Να είναι και το άλογο και ο αναβάτης» (σ. 118). Το «άλογο» είναι το αντικείμενο και ο «αναβάτης» είναι το υποκείμενο.

Το εύρημα του βιβλίου εντοπίζεται ακριβώς σε αυτή την ανοιχτότητα με την οποία η Μαρίνα συνειδητοποιεί και προσλαμβάνει τον εαυτό της όχι μόνο ως υποκείμενο αλλά και ως αντικείμενο. Αντικείμενο, αρκούντως αποστασιοποιημένο από το εγώ της, ώστε να εργαλειοποιείται, ενάρετα, χωρίς δισταγμούς και ενοχές, από τη σεξουαλικότητά της. Και είναι ακριβώς αυτή η συνειδητοποίηση που αποκαθιστά τη γυναίκα στο βάθρο της. Η Σπυροπούλου σκιαγραφεί και υπαινίσσεται το αδιέξοδο της πορείας που έχουν δρομολογήσει οι σημερινές συνθήκες μέσα από τη μελλοντολογική δυστοπία που διαβάζει η ηρωίδα της ανά τακτά διαστήματα καθώς κινείται στον μυθιστορηματικό χώρο. Δυστοπία στην οποία άνδρες αλλά και μητρότητα έχουν εξοβελιστεί από την κυρίαρχη κοινωνία του μέλλοντος. Η δυστοπία αυτή λειτουργεί ως θεματικό αντίβαρο στη φεμινιστική υστερία που υποσκάπτει, σήμερα, εκ των έσω, τη γυναικεία υπεροχή. Υπεροχή που έχει τη δυνατότητα να μετουσιώνει και να συγκεράζει στην προσωπικότητα της γυναίκας το δίπολο αντικείμενο-υποκείμενο. Η δυστοπία όμως αυτή λειτουργεί και ως αντεστραμμένο απείκασμα του παρελθόντος, έτσι όπως το ζει η ηρωίδα ανασκαλεύοντας το παρελθόν τής μητέρας της και της γιαγιάς της, όπου η γυναίκα ενδημούσε στις παρυφές της κοινωνίας, σχεδόν εξοβελισμένη από κάθε ρόλο πλην της μητέρας.

Η Σπυροπούλου γράφει ένα τίμιο βιβλίο που σε κερδίζει όχι μόνο λόγω περιεχομένου, αλλά και λόγω συνέπειας στην οργάνωση του υλικού του. Ο αναγνώστης μένει όμως με την απορία αν το αποτέλεσμα οφείλεται σε γνήσιες μυθοπλαστικές ικανότητες ή στην ψυχαναλυτική δεινότητα της συγγραφέως που της παρέχει τη θεωρητική σκευή για την κατασκευή όχι χαρακτήρων που ξεχωρίζουν, και αυτό συγκαταλέγεται στα θετικά, αλλά χαρακτήρων με άρτια δομημένες εσωτερικότητες.