H περίπτωση του αρχιτεμπέλαρου που σιχαινόταν τις διακοπές
Δεν μου έτυχε ποτέ να αδειάσουν οι μπαταρίες μου, οπότε δεν χρειάζεται να τις γεμίσω. Με ευλόγησε το υπερπέραν εμφυτεύοντάς μου την πεποίθηση της γραφής και το σιροπιαστό γλύκισμα της ανάγνωσης. Δεν υπάρχει πιο ανακριβές τοπίο από αυτό με τα σχήματα λόγου και τα λογοτεχνικά καλλυντικά. Δεν υπάρχει κάτι άλλο σε αυτήν την τραγωδία.
Μόνον το γράψιμο περιέχει το νιονιό μου. Τα υπόλοιπα με κάνουν να τρέμω. «Όταν βρέχει/ βγαινω έξω/ και ντροπιάζομαι» έγραφα ετών δεκατεσσάρων. «Δεν με συγκίνησε το θέμα μιας ζωής έτοιμης να σπάσει/ όσο μια χαλασμένη μηχανή που ευγνωμονούσε/ επειδή δεν μπορούσε κανείς να την κουράσει». Αυτό, στα δεκαπέντε. Δικαίως εχθρεύομαι έκτοτε τις θεωρίες και τα φιλοσοφήματα.
Γιατί αυτά τα πομπώδη;
Διότι ο αναγνώστης οφείλει να ξέρει τι έχει μέσα το κουρδιστό παιχνίδι των λέξεων. Δεν είναι παζλ, δεν είναι μεκανό. Τα πάντα είναι εργαλεία, αλλά όταν σκαλίζεις κήπο δεν χρειάζεσαι δράπανο και σέγα.
Γραμματικάκης
Δεν μου κάθονταν ποτέ το θέαμα ενός ανθρώπου που δεν λέει να αποχωριστεί την πίπα του. Όποτε την φορούσα (περί εξαρτήματος στολής πρόκειται) συνδυάζοντάς την με κοτλέ σακκάκι με χρώμα ταιριαστό στον γαλαζιο καπνό της, ήξερα πως εκφράζει φόβο απόρριψης. Γενικά, τους «στοχαστές» τους έχω εκ γενετής στο μάτι. Και διαβάζοντας το κείμενο του αναδιφητή της Βερενίκης προς τον πρωθυπουργό «του», έβλεπα πως επιθυμούσε προτομή και τίποτε άλλο. Κι όταν ο Βασίλης Β. πήρε την θέση του στο Επικρατείας, κατάλαβα γιατί ο Γαβράς κατασκευάζει ταινία για τον ηγέτη του. Είναι φρικτό να έχεις χάσει το ταξίδι του Ματαρόα.
Κάτι ραγίζει
Η πολιτική είναι μετατροπή ενός κιουνεφέ σε απασφαλισμένη χειροβομβίδα. Θα σε γλυκάνει αν την μασήσεις, αλλά μετά θα υποστείς την εσωτερική διάλυση. Και δύο προδήλως ανέτοιμοι άνθρωποι, που δεν συγκεντρώνουν μαζί μήτε έναν αιώνα ζωής, υποδύονται διάφορες πτυχές της ετερότητας, ανώριμοι, ξεροκέφαλοι, φοβίτσοι και απολύτως ανίκανοι να κουμαντάρουν ένα περίπτερο. Αν ζούσαν αλλού, αλλιώς και άλλοτε, βυθισμένοι την υπηρεσία άλλων ηθών και άλλων δομών, θα ήταν απολύτως κατάλληλοι στην ταπετσαρία μιας άλλης κοινωνίας. Κι όχι σε μια χώρα που γεννάει δομές και φόρμες αρνούμενη πεισματικά να πεθάνει, διότι στην μυθολογία της, ωραία είναι η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
Το ραγισμένο, μη το κλαίς
Μετά από αμέτρητες περιπολίες για να μαζέψω μανιτάρια, σαλιγκάρια και πολιτικές ιδέες, παρέμεινα νήστις και αύχμων. Μπορούσα να καταλάβω πως όταν ο πάππος μου κουβαλούσε έντρομος την μικρή του οικογένεια προς ασφαλέστερο προορισμό, ανάμεσα στις αδέσποτες σφαίρες του Κορνίλοφ με τους Κόκκινους στο βραδινό Ιρκούτσκη, καθιέρωνε ως οικογενειακή αξία την Υπέρτατη Φυγή, ενώ της μάνας μου το σόι ενδύονταν την άποψη του Κόμματος και στρατεύονταν στην Αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής, καθώς πάλευε με αντιφρονούντες γείτονες. Αυτός ο Κορνίλοφ, αλλά και οι μπουραντάς που έψαχνε σε γιούκους τους θειούς μου, ήταν αρκετό εμβόλιο, αφου κανένας γονιός μου δεν προσπάθησε να με «μεταστρέψει». Παρέμεινα όθεν κεντριστής στην αριστερά, αν και με περισσότερο φλέγμα, ίσως αποκτούσα και ταξική συνείδηση. Στο φοιτητικό θερμοκήπιο δεν υπήρχε θερμοκοιτίδα να φορέσω, να τελειώνω. Οι παρέες μου ήταν όλες, μα όλες, του λεγόμενου «αναθεωρητισμού» που ήταν απροκάλυπτα αντισοβιετικές. ΚΚΕ εσωτερικού, Κινέζοι, άλλοι κινέζοι, τριτοδρομικοί, τρότσκες. Φυσικά τους πονούσα, μερικούς τους γούσταρα, αλλά για ένα ήμουν σίγουρος: όλοι τους ήταν απολύτως ακατάλληλοι και άκρως επικίνδυνοι αν κυβερνούσαν.
Φίλοι, στην κοσμάρα τους
Η βασική διείσδυση του ευρωκομμουνισμού ή του τρίτου δρόμου που ευαγγελίζονταν οι κινεζοπαρμένοι, ήταν ένα μίγμα αντισοβετισμού και ρωσοφοβίας. Γι΄αυτό και, ενωμένοι με δεξιούς αναρχικούς (υπήρξε κι αυτό) και από ανδρεϊκούς πρίν το ΠΑΣΟΚ, αποτελούσαν μια μαγιά δεινών συζητητών που άπλωναν τραχανά μεταξύ γλυκοκοιταγμάτων προς την τότε Ευρώπη και ενδιαφέρον για όλα, μα όλα τα «κινήματα» παγκοσμίως. Ωστόσο είχαν συνείδηση του «ανήκειν» σε έναν χώρο-ζελέ, όπου η συνηθέστερη βρισιά ήταν το «κολλιγιάννηδες». Επειδή ως υβρίδιο τρότσκας δεχόμουνα τον εισοδισμό, απλώς μιλούσα εγκαρδίως με όλους αυτούς, αποδεχόμενος το ψιλό γαζί τους. Αν εξαιρέσω πεπεισμένους ΕΔΑίτες και συμπαθούντες τον Κύρκο, ολοι, μα όλοι οι υπόλοιποι διεσπάρησαν προς κάθε λογής ένταξη στα μεγάλα κόμματα.
Ο Σύριζας
Η βάση του λέγεται «αριστερισμός» και ο αριστερισμός μόνον με βοναπαρτισμό ολοκληρώνεται.
Η Νέα Δημοκρατία
Καθώς δεν έχει «τσάρο» επικεφαλής, η μοίρα των Ρομανόφ περιμένει ξύνοντας μολύβια και ακονίζοντας μαχαίρια.
Έχεις κάποιο σχόλιο, τώρα που απλώς χαρτογραφείς την κατάσταση κατά τα γούστα σου;
Όχι. Μια διόρθωση. Δεν χαρτογραφώ. Κατασκευάζω χάρτες. Σε αυτούς ομνύω. Και στην συνειδητή αφάνεια.